Η λογοτεχνική μυθοπλασία ως ιστορικό τεκμήριο στον ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ του Δημήτρη Στεφανάκη. Γράφει η Μαρία Δαμιτζόγλου - literature.gr
Γράφει η Μαρία Δαμιτζόγλου για τον ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ του Δημήτρη Στεφανάκη στο literature.gr
***Γράφει η Μαρία Δαμιτζόγλου
Ο Paul Ricoeur στο έργο του Time and Narrative γράφει:
«Ο χρόνος καθίσταται ανθρώπινος στο βαθμό που εκφράζεται με αφηγηματικό τρόπο και η αφήγηση αποκτά πλήρες νόημα όταν αποβαίνει συνθήκη βίωσης της χρονικότητας.»
Η ιστορία και η λογοτεχνία αποτελούν δύο τέτοιους αφηγηματικούς τρόπους που, ενώ στην αρχή αποτελούσαν έναν ενιαίο κλάδο, στην πορεία διαχωρίστηκαν και αποτέλεσαν δύο διακριτά αφηγηματικά είδη, με την ιστορία να θεωρείται ακαδημαϊκά τεκμηριωμένη και τη λογοτεχνία να τοποθετείται στο χώρο της μυθοπλασίας. Είναι, όμως, ακριβώς έτσι;
Στα τέλη του 19ου αιώνα, στον χώρο της ακαδημαϊκής ιστορίας συντελείται μία σημαντική αλλαγή. Αμερικάνοι ιστορικοί αναζητούν διαφορετικές αναπαραστάσεις του εθνικού και κοινωνικού παρελθόντος στη δημόσια σφαίρα. Η λογοτεχνία αποτελεί έναν τομέα άξιο έρευνας.
Με ποια όμως διαφορά σε σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο ιστορικής διερεύνησης των πηγών;
Στη λογοτεχνία, ο ερευνητής πρέπει να έχει στο νου ότι υπάρχει αφηγηματική ελευθερία, πολλές φορές βιωματική προσέγγιση, υπαινικτική διάθεση, συναισθηματική φόρτιση.
Ωστόσο, στην περίπτωση του Μινώταυρου ο συγγραφέας διατηρεί σε όλο το έργο τη νηφαλιότητά του.
Από τις πρώτες σελίδες μπορούμε να το διακρίνουμε όπως και το χιούμορ του.
Στη σελίδα 15, γράφει:
«Μισό αιώνα σχεδόν ο Οθωμανός διαφέντεψε ήπια, παρά την αγραμματοσύνη και τη χοντροκοπιά του, σαν ένας μικρός θεός που όλοι έτρεμαν την τιμωρία του. Μέσα στα χρόνια κουβαλούσε τα χούγια του – αλλά και ποιος ο αναμάρτητος ; Ως νέος είχε τις απαιτήσεις του, κι όσο υπήρχαν μουσουλμάνοι στο χωριό , θάρρευε και έκανε τα δικά του. Μεθούσε και άπλωνε χέρι στα κορίτσια του κοσμάκη και στο ξένο βιός, αλλά τα χέρια του με αίμα δεν τα λέρωσε. Ύστερα, όταν έλειψαν οι ομόθρησκοί του και πλήθυναν οι χαίνηδες στα γύρω βουνά, ο Μανούσαγας συμμορφώθηκε. Μες στο αγύριστο κεφάλι του είχε τελικά λίγα δράμια μυαλό. Τον συνέτισε και η ποδάγρα, που τον βασάνιζε από μια ηλικία και μετά. Μακάρι να γνώριζαν κι άλλα χωριά τέτοιους αγάδες.»
Έχουμε, εδώ, μία πρώτη ανατροπή του στερεοτύπου του τούρκου δυνάστη που αντίκειται στο κυρίαρχο εθνικό μας αφήγημα και έρχεται να συμβαδίσει με τα ερωτήματα που η νέα γενιά των ιστορικών θέτει για την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επιπλέον, ο συγγραφέας -ως βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχής-πάει ένα βήμα πιο πέρα και δικαιολογεί τον τούρκο αγά παραθέτοντας τη φράση:
«αλλά και ποιος αναμάρτητος;».
Ένα δεύτερο στοιχείο, άξιο προσοχής στον Μινώταυρο είναι ο τρόπος προσέγγισης των δύο εθνικοτήτων του νησιού.
Ο Γιάννης Κουμπουρλής γράφει στα Κρητικά Χρονικά[1] πως οι ιστοριογράφοι Ζαμπέλιος και Παπαρρηγόπουλος «αντιμετώπισαν το ελληνικό έθνος ως υπερ-ιστορική κατηγορία , ένα συλλογικό δρών υποκείμενο και θεμελίωσαν την τρισχιλιετή ιστορία του, παρουσιάζοντας τα γεγονότα που είχαν συμβεί στο έδαφος της Ελλάδας- όπως και αν οριζόταν αυτή η γεωπολιτική οντότητα».
Στη σελίδα 49, όταν πλέον η ένταση μεταξύ Ρωμιών και Τουρκοκρητών έχει ξεσπάσει- ο Δημήτρης Στεφανάκης κάνει μία δεύτερη παρέκκλιση από το κυρίαρχο αφήγημα και στερεότυπο. Επιλέγει προσεχτικά τις λέξεις του, διαχωρίζοντάς τους ως εθνότητες, αλλά όχι ως Κρήτες και μας αφηγείται μία εικόνα της καθημερινότητας:
«Στο μεταξύ, οι καλντιριμιτζήδες συνέχιζαν να σφάζονται κάθε βράδυ σε σκοτεινά και κακόφημα σοκάκια στο Μεγάλο Κάστρο. Ρωμιοί και Τουρκοκρήτες έστηναν καρτέρι οι μεν στους δε και το μαχαίρι δούλευε αβέρτα.»
Ενώ, στη σελίδα 89, μας περιγράφει τα τρωτά της Οθωμανικής διοίκησης:
«Και αντί να είναι θρονιασμένος σε τέτοια περίοπτη θέση βρισκόταν εδώ την τουρκοφωλιά, πασχίζοντας να βάλει τάξη σε αυτή την κωμωδία των Μεικτών Δικαστηρίων, με τον καδή να του κάθεται στον σβέρκο. Ο Τούρκος ιεροδικαστής στην Κρήτη επέμενε ακόμα και σήμερα να έχουν την πλειοψηφία δικαστές και ο Άγγελος τι σόι μεικτά ήταν τότε τα δικαστήρια του νησιού. Τους ήξερε όμως τους νομοδιδάσκαλους που διόριζε ο σουλτάνος. Αγραμματοσύνη και φανατισμός πίσω από τις φανταχτερές στολές και τα πομπώδη τουρμπάνια. Ύστερα από αγώνες τόσων χρόνων δεν δέχονταν ακόμη τη χριστιανική μαρτυρία στις δίκες.»
Στη συνέχεια, στη σελίδα 95, αποτυπώνει την συνδρομή την ξένων δυνάμεων στην στήριξη του αγώνα:
«Ο Τζόνι Κούπερ ήταν συνεννοημένος και ο οπλισμός περίμενε στο λιμάνι της Σύρου σε χέρια έμπιστων ανθρώπων, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Λιολιό. Αμερικάνοι φιλέλληνες συγκέντρωσαν τουφέκια τελευταίας τεχνολογίας που είχαν δοκιμαστεί στον Αμερικάνικο Εμφύλιο και η Μαργώ ξόδεψε μια περιουσία για την απρόσκοπτη μεταφορά τους στην ανατολική Μεσόγειο, λαδώνοντας καπετάνιους και πληρώματα πλοίων αλλά και τελωνεία και λιμεναρχεία σε διάφορα λιμάνια.»
Και στη σελίδα 197, τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο:
«Στα χάνια οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων παρέδωσαν στους πληρεξούσιους του χριστιανικού στοιχείου τον Νέο Οργανισμό της Κρήτης, που έγινε δεκτός.»
Κι ενώ μέχρι τη σελίδα 458 η αφήγηση βρίθει διαλόγων μιας κοινότητας που συνδιαλέγεται ,– άλλωστε στο θεσμό των κοινοτήτων στηρίχθηκε η οργάνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας -, η αφηγηματική τεχνική αλλάζει στη συνέχεια. Ο συγγραφέας σοφά, νομίζω, επιλέγει αυτόν τον εσωτερικό τρόπο αφήγησης. Τα διαλογικά μέρη περιορίζονται και η αφήγηση παίρνει τη μορφή της προφορικής μαρτυρίας .
Ο πλούτος των προφορικών μαρτυριών είναι ότι βλέπουμε τα γεγονότα και μέσα από τη μνήμη και τη βιωμένη εμπειρία και όχι μόνο μέσα από αρχειακό υλικό . Καθίστανται «οι προφορικές μαρτυρίες ιστορικές πηγές που ανανεώνουν με την αφηγηματικότητά τους την ιστορική γραφή[2]».
Στη σελίδα 466, διαβάζουμε:
«Στη δεκαετία του ’30 με εκείνη τη γυμνή ,ξυπόλυτη φτώχεια, που λιμοκτονούσε και ζητούσε συνεχώς κάτι να κορέσει την αγιάτρευτη πείνα της, εμείς τα μικρά παιδιά ζούσαμε με ήλιο και θάλασσα.»
Λίγο παρακάτω, στη σελίδα 539:
«Είχαμε την ψευδαίσθηση πως μας προστάτευε ο βρετανικός στόλος και οι συμμαχικές δυνάμεις που ήρθαν από την ηπειρωτική Ελλάδα μετά την κατάρρευση. Αυτή την έννοια είχε άλλωστε η άφιξη του βασιλιά και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Θα γινόταν το νησί η «Μικρή Ελλάδα» μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος και να επιστρέψει κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Ήταν όμως αυτό το αεροπλάνο το προανάκρουσμα του πολέμου, που κόπιασε και στα μέρη μας και ας μην τον νιώθαμε μέχρι την έσχατη ώρα.»
Εν κατακλείδι, θα έλεγα ότι ο μυθιστοριογράφος, σε αντίθεση με τον ιστορικό, δεν έπαψε ποτέ να αφουγκράζεται τις ιστορίες που λέγονται από τους απλούς ανθρώπους, τους οποίους η γραπτή ιστορία ξεχνά όντας απορροφημένη στην καταγραφή των «μεγάλων» ιστορικών γεγονότων. Όμως, αυτές οι ιστορίες είναι η κοινή πολιτισμική μας κληρονομιά .Έπρεπε και στον τομέα της Ιστορίας να περάσουν αρκετά χρόνια για να γίνει αυτή η επανασύνδεση.
Θα κλείσω παραθέτοντας απόσπασμα της τελευταίας παραγράφου από τον Μινώταυρο που -κατά τη γνώμη μου- εσωκλείει όλο το νόημα της ύπαρξης Ιστορικής μνήμης για έναν λαό.
Σελίδα 699:
«Αν με ρωτούσε κάποιος από πού κρατά η σκούφια μου, θα του απαντούσα πως έρχομαι από τον νότο κουβαλώντας μέσα μου τη ζωή και τις μοίρες ανθρώπων που λογαριάζονται σόι μου. Δεν είναι όλοι τους συγγενείς μου, αλλά στην Κρήτη λέμε πως συγγενεύουμε αναμεταξύ μας καθώς στις φλέβες μας κυλά το αίμα της Ιστορίας.»
[1] Γιάννης Κουμπουρλής, «Ιστοριογραφικές προσλήψεις του Κρητικού πολέμου και γενικά των βενετοτουρκικών συγκρούσεων: από τους φιλέλληνες ιστοριογράφους της δεκαετίας του 1820 στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο», Κρητικά Χρονικά, τόμος λθ’ (Τρίτη Περίοδος 2019), σ.527-8.
[2][2] Paul Thompson, Φωνές από το Παρελθόν – Προφορική Ιστορία (Αθήνα: Πλέθρον,2002), σ.17.
Comments - Σχόλια