Δημοσίευμα

Ο αμερικανός κριτικός τοποθετήθηκε ως τέκνο της εποχής του [Πώς δουλεύει η λογοτεχνία, Τζέιμς Γουντ]. Γράφει ο Δημήτρης Στεφανάκης - literature.gr

Γράφει ο Δημήτρης Στεφανάκης για το «Πώς δουλεύει η λογοτεχνία», του Τζέιμς Γουντ που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αντίποδες.
Ο αμερικανός κριτικός τοποθετήθηκε ως τέκνο της εποχής του [Πώς δουλεύει η λογοτεχνία, Τζέιμς Γουντ]. Γράφει ο Δημήτρης Στεφανάκης - literature.gr

***Γράφει ο Δημήτρης Στεφανάκης
Πώς δουλεύει η λογοτεχνία, Τζέιμς Γουντ, Εκδόσεις Αντίποδες
«Το σπίτι της πεζογραφίας έχει πολλά παράθυρα, αλλά μονάχα δύο ή τρεις πόρτες». Ιδού μια θαυμάσια πρώτη φράση για ένα μυθιστόρημα στο οποίο θα πρωταγωνιστούσε η ίδια η λογοτεχνία. Ο Τζέιμς Γουντ, ο «μέγας αναγνώστης» του καιρού μας, αποφάσισε να γράψει μια βιογραφία της μυθοπλασίας σε διαδοχικά επεισόδια. Με τον τρόπο που εκείνος ξέρει ανακεφαλαίωσε την λειτουργία της παγκόσμιας αφήγησης μέσα στους αιώνες.

Ο Γουντ ανέλαβε εκ μέρους της θεωρητικής κοινότητας να απαντήσει εκ νέου στα κεφαλαιώδη ζητήματα γραφής και ανάγνωσης που απασχολούν όλους μας. Κάθε εποχή καλείται να ερμηνεύσει και να σχολιάσει ό,τι προηγήθηκε, αφ ης στιγμής η παράδοση είναι ουσιαστικά ο οίκος της λογοτεχνίας. Ο αμερικανός κριτικός εκφράστηκε και τοποθετήθηκε ως τέκνο της εποχής του. Η δική του θεώρηση διαφέρει ριζικά από την  οπτική του Μπλουμ ή του Στάινερ, καθώς ο Γουντ κινείται σε ένα περιβάλλον εφαρμοσμένης αφήγησης, όπου τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής αξιοποιούν στο έπακρον την διδακτική εμπειρία της λογοτεχνίας.

Οι θέσεις του για την μυθοπλασία είναι συνεπώς λιγότερο γενικόλογες σε σχέση με όσα ξέραμε μέχρι σήμερα, εξίσου τεκμηριωμένες αλλά με μικρότερο ορίζοντα αναφορών σε έργα και πρόσωπα. Συντάσσοντας κάποιος ένα σύγχρονο πανόραμα της λογοτεχνίας θα πρέπει καταρχάς να επαναδιατυπώσει  τα βασικά ερωτήματα για την αφήγηση, το μυθιστόρημα, τους χαρακτήρες, την λεπτομέρεια,την πλοκή, τον διάλογο και τη μορφή. Ο Γουντ ανταποκρίθηκε επιτυχώς σε αυτό το πεδίο. Στη συνέχεια επιχείρησε να δώσει πειστικές απαντήσεις, απαντήσεις που λίγο πολύ αντιπροσωπεύουν κάθε σύγχρονο δημιουργό ή αναγνώστη.

Στο αιώνιο δίλημμα πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση ο Γουντ απαντά: «Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι εν γένει πιο αξιόπιστος παρά αναξιόπιστος και ο τριτοπρόσωπος «παντογνώστης» αφηγητής είναι εν μέρει  πιο μεροληπτικός παρά παντογνώστης…Η αποκαλούμενη παντογνωσία είναι σχεδόν αδύνατη».

Ο «ελεύθερος πλάγιος τρόπος» φαίνεται να τον απασχολεί όπως θα απασχολούσε ένα καθηγητή δημιουργικής γραφής και οι εξαιρετικές παρατηρήσεις του αδικούνται και φαντάζουν περισσότερο κοντόφθαλμες από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.

Η προσπάθειά του να αναγάγει τον Φλωμπέρ ως αρχή των πάντων στο σύγχρονο μυθιστόρημα απηχεί στην κακοχωνεμένη αντίληψη της αγγλοσαξωνικής σχολής. Πριν από ένα αιώνα οι μοντερνιστές εξόριζαν τον Μπαλζάκ από το βασίλειό του και ο Γουντ κάνει σήμερα το ίδιο ευνοώντας σκανδαλωδώς τον συγγραφέα της «Μαντάμ Μποβαρύ». Ένα είναι σίγουρο:  Ο ρεαλισμός δεν αρχίζει από τον Φλομπέρ, ούτε και το σύγχρονο μυθιστόρημα. Απλά ο Φλομπέρ ήταν πιο εύκολο να αφομοιωθεί στο ελιτίστικο όραμα του μοντερνισμού. Αν ο Μπαλζάκ  δεν επιλέγει εντατικά τις παρατηρήσεις που κάνει, αν δεν τηρεί τους κανόνες της συγγραφικής απροσωπίας, και γίνεται υπερβολικά παρεμβατικός, αν όπως λέει ο Μπέκετ, οι ήρωές του ζουν σ’ ένα χλωροφορμισμένο κόσμο, δεν σημαίνει πως ο συγγραφέας της «Εξαδέλφης Μπέτυ» πρέπει να εκτοπιστεί από το κάδρο του 19ου αιώνα.

Όσον αφορά το στοιχείο της λεπτομέρειας, ο Γουντ εκφράζει ένα ιδιοφυές σχόλιο: «Η λογοτεχνία διαφέρει από τη ζωή, επειδή η ζωή είναι γεμάτη αταξινόμητες και άμορφες λεπτομέρειες και πολύ σπάνια μας κατευθύνει προς αυτές, ενώ η λογοτεχνία μάς διδάσκει να τις παρατηρούμε». Θεωρεί ότι η ανάπτυξη της λεπτομέρειας στην αφήγηση οδήγησε στην εξέλιξη του ίδιου του μυθιστορήματος, άποψη που θα έβρισκε απόλυτα σύμφωνο όποιον διαβάζει συστηματικά τις μεγάλες αφηγήσεις.

Για τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες ο Γουντ αφιερώνει αρκετές σελίδες, με έξοχες παρατηρήσεις καταρρίπτοντας πολλές από τις προκαταλήψεις του παρελθόντος. Δείχνει ωστόσο να σκοντάφτει στην αυτονομία των ηρώων, μόνο και μόνο γιατί υπακούει στο δόγμα Ναμπόκοφ. Ο Ρώσος εμιγκρές που κατέφυγε στην Αμερική είναι ο άνθρωπος που ευθύνεται για μια σειρά από παρανοήσεις. Μέτριος αφηγητής ο ίδιος, αλλά με ζωηρή κριτική διάθεση, φρόντισε να αποδομήσει με συνοπτικές διαδικασίες προδρομικές μορφές όπως ο Ντοστογιέφσκι ή ο Θερβάντες. Στη συνέχεια δημιούργησε ένα θεωρητικό σύστημα κανόνων για τη λογοτεχνία, πολλοί από τους οποίους θα πρέπει οπωσδήποτε να επανεξεταστούν.

Το «μικρό χρονικό της συνείδησης» που συντάσσει ο Γουντ είναι χωρίς υπερβολή μεγαλοφυές. «Το μυθιστόρημα έχει τις απαρχές του στο θέατρο και ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας έχει τις απαρχές του στην εσωτερίκευση του μονολόγου. Ο μονόλογος, με τη σειρά του, κατάγεται από την προσευχή», μας εξηγεί ο Γουντ. Ο Δαβίδ της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται στον Θεό και παραμένει δημόσιο πρόσωπο, ο Μάκβεθ παρακολουθείται από το κοινό του, ενώ ο Ρασκόλνικοφ στο Έγκλημα και Τιμωρία δεν αντιμετωπίζει τέτοιες δεσμεύσεις καθώς ο Θεός του Δαβίδ και το κοινό του Μάκβεθ έχουν αντικατασταθεί από τον αναγνώστη, τον αόρατο, τον ένα και μοναδικό.

Εξίσου εμπνευσμένος είναι και ο διαχωρισμός της πλοκής από την μορφή που επιχειρεί ο Γουντ, λέγοντας απλά: «Πλοκή είναι αυτό που συμβαίνει, μορφή είναι αυτό που έχει συμβεί» ή «Η πλοκή είναι ανάγνωση, η μορφή είναι κριτική της λογοτεχνίας».

Ο Γουντ υπεισέρχεται, και δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, στο ζήτημα της γλώσσας που υπήρξε ανέκαθεν σημείο τριβής ανάμεσα όχι μόνο στην ποίηση και στην πεζογραφία αλλά και ανάμεσα στην πεζογραφία και στην πεζογραφία, αφού δεν είναι λίγοι οι πεζογράφοι που κατηγορούν ομοτέχνους τους ως προχειρογράφους. Ο Γουντ αναγνωρίζει την εγγενή μουσικότητα της πεζογραφίας, μιλά για τους «εκατομμυριούχους του ύφους», τον Μέλβιλ, τον Τζέιμς, την Γουλφ και τους άλλους. Εδώ επανέρχεται στον Φλομπέρ και πολύ σωστά, αφού ο Γάλλος συγγραφέας είναι ο εισηγητής του ύφους στην σύγχρονη πεζογραφία – αυτό πια είναι κάτι το οποίο κανείς δεν μπορεί να του αρνηθεί.  Ο Γουντ αναφέρεται ορθά και στην τέχνη της μεταφοράς, η οποία είναι όλη η χρωματική γκάμα της λογοτεχνικής γραφής. Αναφέρεται όμως και στην αφηγηματική συνθήκη του διαλόγου και δείχνει να ενστερνίζεται την άποψη ότι «ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επικοινωνεί κανείς με τον αναγνώστη». Στη συνέχεια επιχειρηματολογεί πάνω στις τεχνικές και στη φυσικότητα του διαλογικού μέρους ενός μυθιστορήματος.

Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τη ματιά του Γουντ εμπλουτισμένη από σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς, όπως για παράδειγμα ο Μαρίας, ο Μπάνβιλ, ο Μάγκρις, ο Ταμπούκι, ο Έιμις, ο Μπαρνς και η Μονρό για ένα λόγο περισσότερο: Όταν θα διαβάζεται το σπουδαίο αυτό κείμενο ύστερα από μερικές δεκαετίες, θα δίνεται η λανθασμένη εντύπωση πως όλη η λογοτεχνία στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα εξαντλείται στην παρουσία του Σαραμάγκου, του Φόστερ Γουάλας, του Ροθ και της Λύντια Ντέηβις.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Γουντ οδηγείται μοιραία στην διαλεύκανση της αλήθειας, των συμβάσεων και του ρεαλισμού που προεξοφλούνται σε κάθε απόπειρα να αφηγηθούμε μια ή περισσότερες ιστορίες στο πλαίσιο ενός μυθιστορήματος. Κι εδώ ο αμερικανός κριτικός δείχνει να αποδέχεται πως παρά τις ακροβασίες και τις διακηρύξεις περί μοντέρνας αφήγησης, παρά τις βιαστικές διαπιστώσεις περί του θανάτου του μυθιστορήματος, όλα κάποια στιγμή επιστρέφουν εκεί από όπου ξεκίνησαν, στον ανίκητο, τον εφτάψυχο ρεαλισμό. «Γιατί ο ρεαλισμός της ζωής είναι η πηγή όλων. Είναι ο δάσκαλος όλων, διδάσκει τους αποστάτες του: χάρη σ’ αυτόν υπάρχουν ο μαγικός ρεαλισμός, ο υστερικός ρεαλισμός, τα είδη του φανταστικού, της επιστημονικής φαντασίας ακόμα και του τρόμου».

Κάπως έτσι ολοκληρώνεται ο τρόπος που λειτουργεί η λογοτεχνία και όχι ο τρόπος που δουλεύει, όπως επιγράφεται αυτή η κατά τα άλλα αψεγάδιαστη έκδοση.  Ο τίτλος «Πώς δουλεύει η λογοτεχνία», αδόκιμος και άστοχος αδικεί τόσο το μετάφρασμα του Κώστα Σπαθαράκη όσο και το δελεαστικό περιτύλιγμα από τις εκδόσεις Αντίποδες.

ΠΗΓΗ: https://www.literature.gr/pos-doyleyei-i-logotechnia-tzeims-goynt-ekdoseis-antipodes/

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...