Ακολουθώντας τη μοίρα μιας πόλης - Η Τζένη Μανάκη γράφει για τα μυθιστορήματα «Μέρες Αλεξάνδρειας» και «Πάντα η Αλεξάνδρεια» - fractalart.gr
Δημήτρης Στεφανάκης «Μέρες Αλεξάνδρειας», «Πάντα η Αλεξάνδρεια», εκδ. Μεταίχμιο. Γράφει η Τζένη Μανάκη στο fractalart.gr

«Να πιστεύετε στον κληρονόμο” έλεγε πάντα η γιαγιά Δάφνη, σ’ όσους αγωνιούσαν για την τύχη μιας περιουσίας, όταν αυτή άλλαζε χέρια».
Έτσι αρχίζει το νέο βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη, ΠΑΝΤΑ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ η συνέχεια της οικογενειακής σάγκας των ημερών Αλεξάνδρειας.
Πρόκειται για την ιστορία της τρίτης γενιάς της οικογένειας Χάραμη, με πρωταγωνίστρια πάντα την Αλεξάνδρεια, που διαβάζεται αυτόνομα.
***
«Είχε δίκιο, λοιπόν ο Ελιάς Χούρι, όταν έλεγε καμιά φορά: “ Γιατί να ταξιδέψω μακριά από την Αλεξάνδρεια; Από δω μπορώ να δω καθαρότερα αυτόν τον κόσμο και το μέλλον του”. Πράγματι, αν ήθελε κανείς να δει τις μελλοντικές αλλαγές στον παγκόσμιο χάρτη, δεν είχε παρά να ζήσει για λίγο καιρό στην Αλεξάνδρεια του μεσοπολέμου, σ’ εκείνο το παράξενο φυλετικό χωνευτήρι, όπου τάσεις και ρεύματα, έδειχναν καθαρότερα τις προθέσεις τους. Με μια ματιά μπορούσες να διακρίνεις την επερχόμενη αφύπνιση των Αράβων, τις προσπάθειες των Εβραίων να αποκτήσουν πατρίδα στην Παλαιστίνη, την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού, όσο και το ψυχογράφημα του βρετανικού λέοντος, για τον οποίο ο επόμενος πόλεμος έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του». ΜΕΡΕΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΜΕΡΕΣ Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ε Ι Α Σ
Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 2007 και ήταν αυτό που έκανε γνωστό τον Στεφανάκη όχι μόνο στο ευρύτερο ελληνικό κοινό, αλλά που του χάρισε δύο πολύ σημαντικά βραβεία. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και ο συγγραφέας του τιμήθηκε από το Γαλλικό Κράτος με τον μεγαλόσταυρο του ιππότη τεχνών και γραμμάτων.
Ο αναγνώστης που θα διαβάσει το βιβλίο στην νέα έκδοσή του, νιώθει την ίδια μαγεία που είχε κάποτε νιώσει στην πρώτη ανάγνωση αρκετά χρόνια πριν.
Βυθίζεται πραγματικά στο κοσμοπολίτικο κλίμα της μυθικής πόλης, που είχε δημιουργήσει το πλήθος των παροίκων Ευρωπαίων και όχι μόνο, γίνεται συμμέτοχος στην ενδιαφέρουσα πολιτισμική ζωή, παρασύρεται από τον καταιγισμό μικρών και μεγάλων επεισοδίων που δημιουργούν οι έρωτες, οι συνωμοσίες, οι μηχανορραφίες, η αντικατασκοπεία και η πολιτική. Ζει ανάμεσα στους ιδιαίτερους ήρωες που ο συγγραφέας ψυχογραφεί με διεισδυτικότητα και σαφήνεια κινηματογραφώντας με τη γοητευτική γραφή του στιγμιότυπα από τις προσωπικές τους ιστορίες που εκτυλίσσονται μέσα στο πλαίσιο της μεγάλης Ιστορίας.
Ο Στεφανάκης έχει δημιουργήσει την τοιχογραφία μιας εποχής με εξαιρετικά λεπτομερή εικονογραφική επιμέλεια, κινηματογραφική ατμόσφαιρα, συμπλέκοντας τη δράση με τα ιστορικά γεγονότα, τα ερωτικά πάθη με τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες των ηρώων, τη σχέση τους με την εξουσία άλλοτε με τη δυτική νοοτροπία και άλλοτε με τις ιδιομορφίες της Ανατολής, εμμένοντας ακόμη και στις ενδυματολογικές, αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές τάσεις της εποχής. Συνυφαίνει φυλές και γλώσσες, νοοτροπίες και συμπεριφορές, σε καιρό ειρήνης και καιρό πολέμου, αποδίδει με τέτοια πιστότητα το κοσμοπολίτικο κλίμα, της πρωταγωνίστριας πόλης στην άνθισή της και μέχρι την αρχή της πτώσης της.
Στην αφήγηση πρωταγωνιστεί η Αλεξάνδρεια με τον ετερόκλητο πληθυσμό της εποχής προ του α’ Παγκοσμίου Πολέμου, του μεσοπολέμου, μέχρι την περίοδο των Εθνικοποιήσεων από τον Νάσερ και τη φυγή των ξένων που ζούσαν στη χώρα του Νείλου.
1914. Η Αίγυπτος είναι ήδη βρετανικό προτεκτοράτο. Η αντικατασκοπεία στην πόλη βασιλεύει. Χαρακτηριστικό, η πολυγλωσσία των ανθρώπων.
Ο Αντώνης Χάραμης – φτωχόπαιδο από την Καβάλα- καταφέρνει να εξελιχθεί σ’ έναν πλούσιο καπνέμπορο, μετά τον γάμο του με τη Δάφνη, γόνο πλούσιας οικογένειας, και ένα σπίτι σχεδόν παλάτι στο περίφημο Καρτιέ Γκρεκ. Για τις εμπορικές υποθέσεις του συνεργάζεται με τον Ελιάς Χούρι, έναν έξυπνο, κομψό και πανούργο Λιβανέζο, που τού συστήνει την πανέμορφη και υπέρκομψη Γαλλοελβετίδα Υβέτ Σαντόν.
Η Υβετ, ένας από τους τόσο καλοστημένους γυναικείους χαρακτήρες που δημιουργεί ο Στεφανάκης, ήδη κρυφά ερωμένη του Λιβανέζου, γίνεται μετρέσα του καπνέμπορου, αποσπώντας του μεγάλα χρηματικά ποσά.
Ο Λιβανέζος χρησιμοποιώντας την, τακτοποιεί όλες τις υποθέσεις του τόσο με την αιγυπτιακή όσο και με τη βρετανική εξουσία. Εν αγνοία του Χάραμη, το ζεύγος Ελιάς – Υβέτ, δημιουργεί έναν πολυτελή οίκο ανοχής. Πέραν των όσων προσπορίζονται από τη διάσημη πελατεία τους, ο οίκος είναι και το κέντρο μέσω του οποίου εκμαιεύουν πληροφορίες για την αντικατασκοπευτική τους δράση.
Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα ο διχασμός μεταξύ βενιζελικών και βασιλοφρόνων καλά κρατεί, με απόηχο και στην Αλεξάνδρεια.
Στις 19 Απριλίου του 1915 ο Βενιζέλος επισκέπτεται την Αλεξάνδρεια με μια λαοθάλασσα να τον επευφημεί με συγκίνηση. Το κεφάλαιο παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ιστορικό αλλά και λογοτεχνικό ενδιαφέρον.
Καθώς οι ήρωες απολαμβάνουν τη ζωή τους, τα ιστορικά γεγονότα τρέχουν και επηρεάζουν τη δράση τους, όπως ο απόηχος της Μικρασιατικής καταστροφής και το κύμα των προσφύγων.
Η κοινωνική ζωή ανάμεσα στις δύο κοινότητες Ελλήνων και Αιγυπτίων έχει ως χαρακτηριστικό την επίδειξη πλούτου και αισθητικής. Τα πάθη τους υποδαυλίζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κάποιοι ενδίδουν σ’ αυτά με τύψεις και σκεπτικισμό ενώ άλλοι αφήνονται να παρασυρθούν ηδονικά ξεπερνώντας τους ενδοιασμούς τους, καθώς η αφήγηση ρέει με λεκτική αισθητική, ακόμη και όπου αφορά την κυνική πλευρά της ζωής των ηρώων.
Ο Αντώνης Χάραμης έχει αποκτήσει δύο γιους με τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Μεγαλύτερος ο Κωστής. Η συναναστροφή του με τον κομμουνιστή εξάδελφο Νικήτα, που εμφανίζεται εκτενώς και στο νέο βιβλίο, τον εξοικειώνει με τις λαϊκές γειτονιές της πόλης. Ένα ερωτικό σκάνδαλο αναγκάζει τον πατέρα του ουσιαστικά να τον φυγαδεύσει στη Γερμανία για να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Ο Κωστής διάγει έκλυτο βίο στο Βερολίνο και εν συνεχεία στο Παρίσι, όπου συνδέεται με την ωραία Χάικε – μοντέλο της Σανέλ. Στο μεταξύ, η Αλεξάνδρεια συνέχιζε και χωρίς αυτόν το ταξίδι της στον χρόνο…
Δεύτερος γιος, ο ωραίος Μάχος με ομοφυλοφιλικές τάσεις, εγκαταλείπει την Αλεξάνδρεια για σπουδές στο Μόναχο. Εκεί σχετίζεται με τον Ρούντολφ Ες και υποκύπτει στα ναζιστικά ιδεώδη, που στο μεταξύ φουντώνουν στη Γερμανία, ως προάγγελοι του πολέμου που έρχεται.
Ο Χάραμης επισκέπτεται την Ευρώπη για διεύρυνση επαγγελματικών συνεργασιών, συναντά τους γιους, και περνά τα Χριστούγεννα με την Υβετ στη Βιέννη, ενώ πληροφορείται τα τεκταινόμενα σχετικά με Μουσολίνι και Χίτλερ. Ο Λιβανέζος απογοητεύεται από τις ελάχιστες πληροφορίες που του έφερε κατά την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια.
Ο Κωστής επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια με τις πρώτες ενδείξεις του επικείμενου πολέμου, ενώ ο Μάχος βρίσκεται στην Αθήνα.
Μετά τον θάνατο του Χάραμη ο Κωστής αναλαμβάνει τη διεύθυνση του εργοστασίου. Παντρεύεται την Χάικε, Εβραία με καταγωγή από Ολλανδία και αποκτά μία κόρη τη μικρή Δάφνη. Η Χάικε που δεν κατάφερε να εγκλιματισθεί στην πατρίδα του συζύγου, εγκαταλείπει την οικογένειά της τις μέρες που ο Ρόμμελ πολιορκούσε την Αλεξάνδρεια και εγκαθίσταται στην Παλαιστίνη, με αφοσίωση στον συλλογικό αγώνα της δημιουργίας του νέου κράτους της φυλής της.
Στο μεταξύ ο πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη.
Η γιαγιά Δάφνη εγκαταλείποντας παλιά πάθη και βλαβερές συνήθειες μεγαλώνει τη μικρή συνώνυμη εγγονή της με αγάπη μέχρι τον θάνατό της.
Το Νασερικό καθεστώς επιβάλλει εθνικοποιήσεις ακόμη και ιδιωτικών περιουσιών. Ο Κωστής θεωρεί ότι βρίσκεται στο απυρόβλητο όμως η διαίσθησή του τον διαψεύδει. Με την εθνικοποίηση του εργοστασίου επέρχεται και ο θάνατός του ενώ στη συνέχεια εθνικοποιείται και η πολυτελής κατοικία του καρτιέ γκρέκ. Η Δάφνη μοναδική πλέον κληρονόμος, αναγκάζεται να μείνει σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο.
Η συναρπαστική αφήγηση από τη γοητευτική γραφή του Στεφανάκη, συγκλονίζει τον αναγνώστη, δημιουργώντας εύλογα το ερώτημα πως κατάφερε ο συγγραφέας να διαχειριστεί αυτό το τεράστιο πραγματολογικό υλικό, με τόσους ήρωες, χωρίς να αφήνει κάποιον για πολύ στη σκιά. Είναι ένα κλασικό βιβλίο του εικοστού πρώτου αιώνα που αξίζει πραγματικά να διαβαστεί από χιλιάδες ακόμη αναγνώστες.
***
ΠΑΝΤΑ Η Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ε Ι Α
1961. «Οι άνθρωποι φεύγουν αργά ή γρήγορα και είναι ευτύχημα αν αφήσουν πίσω τους φωτογραφίες, επιστολές και ημερολόγια. Όσοι τους αναζητούν ύστερα, στον κόσμο των ζωντανών, τους ξαναβρίσκουν στις λέξεις, στα χαμόγελα, στους μορφασμούς και σε κάποιες χειρονομίες της στιγμής προορισμένες για τη μικρή αιωνιότητα που αποκαλούμε ζωή,» Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΠΑΝΤΑ
Η Δάφνη, κόρη του Κωστή Χάραμη, με σπουδές Αιγυπτιολογίας, μετά τον θάνατό του, είναι η μοναδική κληρονόμος της μεγάλης περιουσίας του καπνοβιομήχανου που δικαιώνει πλήρως τη ρήση της συνώνυμης γιαγιάς της.
Με σκευή ένα μυθικό παρελθόν η Δάφνη βρίσκεται σ’ ένα ρευστό παρόν με αλγεινές συνέπειες, και ένα απρόβλεπτο μέλλον. Κανείς δεν πίστευε ότι η νεαρή κληρονόμος θα κατάφερνε να αντέξει τις οδυνηρές, αιφνίδιες αντιξοότητες που προέκυψαν στην ανέφελη μέχρι τότε ζωή της, ότι θα είχε τα κότσια να αντιπαρατεθεί στην εξουσία, να αντιμετωπίσει με επιτυχία την ασύμμετρη πρόκληση με το καθεστώς του Νάσερ.
Στο μυθιστόρημα παρατίθενται με αξιοπιστία και παραστατικότητα τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της περιόδου. Η κληρονόμος ανακαλύπτει μέσα από ημερολογιακές καταγραφές μυστικά του πατέρα της Κωστή, αλλά και του πατριάρχη της οικογένειας Αντώνη Χάραμη, μυστικά που δεν είχαν αποκαλυφθεί μέχρι τότε. Ανάμεσα τους, η γύρω από έναν ιστό υστεροβουλίας και υπολογισμών δράση του Λιβανέζου Ελιάς Χούρι, η σχέση του με την αμφιλεγόμενη Υβέτ Σαντόν, αλλά και το γεγονός ότι η Υβέτ υπήρξε μετρέσα του παππού της.
Η Δάφνη αποδεικνύεται μία δυναμική νέα γυναίκα που καταφέρνει να αντιστρέψει το διατυπωμένο στο ημερολόγιο του πατέρα της μότο:
«Τα βάλαμε με την Ιστορία και δεν μας βγήκε σε καλό!»
Η πανέμορφη Χάικε – μητέρα της Δάφνης- που είχε μαγέψει με τη λάμψη της ομορφιάς της τον κύκλο του καπνοβιομήχανου, για όχι πολύ σαφείς λόγους, ίσως γιατί πρόκειται για μια γυναίκα που θέλει να ζήσει τη ζωή της με ελευθερία και ειλικρίνεια, με μία απόφαση μεταστροφής εγκαταλείπει σύζυγο και κόρη και εγκαθίσταται στην Παλαιστίνη. Το γεγονός της φυγής της σημάδεψε τη φιλοσοφική σκέψη και τον τρόπο ζωής του Κωστή Χάραμη.
Η Δάφνη τόσο από τα νιάτα, κυρίως όμως από τον χαρακτήρα της, δεν υπέκυψε στις αναποδιές της προσωπικής ιστορίας της. Δεν ενέδωσε στη μοιρολατρία ούτε καν μετά την επιβεβλημένη απομάκρυνσή της από το ίδιο το σπίτι της. Αντιμετώπισε με νηφαλιότητα κάθε νέα στροφή της ζωής και αποδύθηκε σ’ έναν αγώνα οργάνωσης και εξασφάλισης του μέλλοντός της.
Μετά από μια ερωτική σχέση που η ίδια αποφάσισε τη λήξη της, βρίσκει τον μεγάλο έρωτα τρία χρόνια πριν πεθάνει ο πατέρας της, στο πρόσωπο του Φιλίπ, γόνο της οικογένειας Ζακό με την οποία η δική της οικογένεια διατηρούσε μια, όχι πάντα παθητική εχθρότητα, την οποία υποδαύλιζε ο πανούργος Λιβανέζος. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τον θάνατο του Κωστή, ο έρωτας με τον Φιλίπ έδειξε τη δύναμή του.
« …ο έρωτας, όπως η άμμος που κουβαλούσε το χαμσίνι από την έρημο, τρύπωνε παντού, στο γέλιο, στον θυμό, στα αστεία και στα σοβαρά της, σε κάθε της αντίδραση. Είχε την παράξενη αίσθηση πως σκαρφάλωνε όλο και πιο ψηλά πάνω της και σε λίγο θα έφτανε στο πρόσωπό της και θα ήταν δύσκολο πια να κρατήσει κρυφή τη σχέση της με τον γόνο αυτής της καταφρονεμένης οικογένειας.[…] Όταν τον σκεφτόταν ένιωθε πως όπου κι αν ακουμπούσε έκαιγαν τα πάντα, μια αίσθηση που δεν είχε ξεθυμάνει τρία χρόνια τώρα. Σε αυτόν τον άντρα η Δάφνη συνόψισε όλες τις ερωτικές της φαντασιώσεις».
Μετά την εθνικοποίηση της πολυτελούς πατρικής κατοικίας της διαμένει στο πολυτελές ξενοδοχείο Σεσίλ. Εκεί με τη βοήθεια του θείου της Νικήτα που στο πρόσωπό του βλέπει ένα κομμάτι του πατέρα της οργανώνει με μαεστρία βήμα-βήμα μία αθόρυβη αλλά όχι ηττημένη έξοδο από την πόλη. Αρωγός στον σχεδιασμό της φυγής και ο αγαπημένος της Φιλίπ.
Η Δάφνη σε αντίθεση με τον πατέρα της μπορούσε να λέει:
«Τα βάλαμε με την Ιστορία και μας βγήκε σε καλό!»
Η Δάφνη αναρωτιόταν πώς κατάφερε η δική της οικογένεια να γιγαντωθεί οικονομικά μέσα σε δύο μόνο γενιές. Απορούσε πώς στο σπίτι τόσα χρόνια δεν γινόταν καθόλου κουβέντα για τους μυστηριώδεις θανάτους των δύο αδελφών του πατέρα της, του Μάχου και του ετεροθαλή νόθου Φάνη Κωστάρα, ενώ ο εξάδελφος του Νικήτας, ήταν παρά τα φρονήματα και την κοινωνική του θέση, πάντα παρών.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της – ενός αντιφατικού και πολύ ενδιαφέροντα ήρωα που κράτησε πολλές σελίδες στην αφήγηση των ημερών Αλεξάνδρειας- η Δάφνη είναι υποχρεωμένη ν’ αντιμετωπίσει μία μεγάλη πρόκληση σε μια χρονική περίοδο που η ίδια η τέως κοσμοπολίτικη πόλη μετατρέπεται σε τοπίο αντιπαράθεσης με την Ιστορία, που ανατρέπει τα δεδομένα της ζωής όχι μόνον της ηρωίδας αλλά και όλων των ξένων παροίκων – δωρητών της μυθικής αλεξανδρινής αίγλης.
Ο αφηγηματικός χρόνος στο μεγαλύτερό του μέρος εξαντλείται σε αναφορές για την Αλεξάνδρεια που χάνει σταδιακά τον μαγνητισμό της. Η λάμψη της αρχίζει να θαμπώνει, η Αλεξάνδρεια μετατρέπεται σε μία πόλη “σκιών και ψιθύρων”, όπως γράφει ο συγγραφέας.
Ο Νάσερ παρά τον δυναμισμό και την οξυδέρκειά του, ως πολιτικού, στην προσπάθειά του να απαλλάξει τον αιγυπτιακό λαό από την αποικιοκρατική εξουσία της Βρετανίας, επιτίθεται βάναυσα κατά του κοσμοπολιτισμού που υπήρξε ο κύριος παράγων της ανάπτυξης του τόπου. Πολλοί σχολίαζαν ότι η Αλεξάνδρεια δεν είχε την κακή τύχη της Μικρασίας, αλλά υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες βάναυσης συμπεριφοράς απέναντι στους ξένους κατοίκους της πόλης από το νασερικό καθεστώς.
Στο μεταξύ είχαν ήδη περάσει πέντε χρόνια από τη φυγή του Λιβανέζου από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος στις επιστολές του προς τον Κωστή τον παρότρυνε να μεταφέρει το εργοστάσιό του στη Βηρυτό, πρωτεύουσα του κέρδους, όπως κάποτε υπήρξε η Αλεξάνδρεια.
Η αφήγηση εξακτινώνεται στη Μέση Ανατολή και από εκεί στη Μασσαλία, δύο άλλες πόλεις όπου είχε ακμάσει ο μεσογειακός κοσμοπολιτισμός.
Η Δάφνη γοητευόταν από το παράξενο ζευγάρι Ελιάς Χούρι και Υβέτ Σαντόν και τη δράση του στην Αλεξάνδρεια. Ο Νικήτας της έλεγε ότι κάποτε έπρεπε να της μιλήσει για τον Λιβανέζο. Κάτι τέτοιες συζητήσεις τις άνοιγε με τη φράση «Ο εμφύλιος ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια αλλά δεν έχει τελειώσει ακόμη». Κι ύστερα μιλούσε για τον άνθρωπο του Προξενείου.
Στις ΜΕΡΕΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ η πόλη λάμπει, οι κεντρικοί ήρωες ευημερούν οικονομικά όμως οι σχέσεις, τα αισθήματα, οι έρωτες, είναι εφήμεροι, αγοραίοι, ρευστοί σε αντίστιξη με το ΠΑΝΤΑ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, όπου η πόλη φθίνει, χάνει την αίγλη της, όμως οι ήρωες, εξαιρουμένων των καθεστωτικών, γίνονται πιο ανθρώπινοι, οι σχέσεις γλυκαίνουν, αποκτούν σταθερές βάσεις, κρατούν γερά στο χρόνο.
Η αφήγησή του Στεφανάκη είναι γοητευτική. Χαρακτηρίζεται από την πυκνή ύφανση της γραφής του, την τήρηση του μέτρου απόστασης από τα τεκταινόμενα, ώστε ακόμη και η αίσθηση του τραγικού να προκύπτει αβίαστα χωρίς μελοδραματισμούς ή επιτήδευση.
Ο Στεφανάκης δημιουργεί εμβληματικούς ήρωες και υπέροχες πραγματικά ηρωίδες. Μέσα από την αφήγησή του διαφαίνεται η ειρωνική κριτική που επιχειρεί στις ταξικές και αισθητικές προκαταλήψεις της ανώτερης οικονομικά τάξης. Είναι επιγραμματικός και σ’ αυτό το βιβλίο του, ενώ φιλοσοφεί με βαθιά ανθρώπινο τρόπο, με σκέψεις που καρφώνονται στο μυαλό του αναγνώστη όχι πάντα για την πρωτοτυπία τους, αλλά πάντα για τον δόκιμο και λογοτεχνικό τρόπο με τον οποίο διατυπώνονται.
Ανάμεσα στις διακειμενικές παραθέσεις ξεχωρίζουν η αναφορά στον ίδιο τον Καβάφη, στο Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρελ, πως θα μπορούσε άλλωστε να μην αναφερθεί στους πυλώνες της φήμης της πόλης… όμως αφιερώνει και κάποια σχόλια σχετικά με το Κεφάλαιο του Μαρξ.
Καταλήγοντας εύχομαι αυτός ο κύκλος του κοσμοπολιτισμού της Μεσογείου να μην τελειώσει εδώ, υπάρχει πάντα η Βηρυτός και η Μασσαλία! Εξάλλου, οι εμβληματικοί ήρωες του συγγραφέα, κρατούν μέχρι τέλους της αφήγησης σταθερό και αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
ΠΗΓΗ: https://www.fractalart.gr/meres-alexandreias-k-panta-i-alexandreia/
Comments - Σχόλια