Δημοσίευμα

“Μακάριοι όσοι δεν εκτέθηκαν νωρίς στα φώτα της δημοσιότητας” συνέντευξη στον Γιώργο Σιδέρη

1. Γράφεις πάντα για τους ίδιους λόγους; Στο γραπτό σου οι κοινωνικές ανάγκες πρέπει να ανταμώνονται με τις προσωπικές;
Γράφω πάντα για την προσωπική μου ανάγκη να εκφραστώ όσο εγωιστικό κι αν φαίνεται αυτό. Γράφω για όσα με κάνουν να χαίρομαι, να λυπάμαι, να παθιάζομαι, να θυμώνω, να απογοητεύομαι ή να παίρνω κουράγιο. Αν η ανάγκη μου αυτή συνοδοιπορεί με τις κοινωνικές ανάγκες, τόσο το καλύτερο.
2. Στις μέχρι τώρα συνεντεύξεις σου, όπως και στις παρεμβάσεις σου στο facebook επιμένεις, πεισματικά θα έλεγα, σε θέματα που περιστρέφονται κυρίως γύρω από τη θεωρία της λογοτεχνίας. Θεωρείς πως αυτή μπορεί να προσφέρει διεξόδους; Νοιώθεις τους αναγνώστες να ανταποκρίνονται;
Το ξέρεις και το ξέρω, το ξέρουμε όλοι μας πια ότι η λογοτεχνία είναι πολιτική πράξη. Αναρωτιέμαι μάλιστα αν υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή κάτι που δεν έχει πολιτική απόχρωση. Μιλώντας για την θεωρία της λογοτεχνίας υπενθυμίζω στους αναγνώστες αυτά που δεν πρέπει να ξεχνούν κι αυτοί ανταποκρίνονται σε συγκινητικό βαθμό. Η φλέβα της μνήμης σ’ ένα λογοτέχνη είναι ή πρέπει να είναι πολύ πιο βαθιά από εκείνη του μέσου ανθρώπου. Αποστολή μας είναι να θυμίζουμε πρόσωπα και πράγματα που αδαείς και επιτήδειοι πολιτικάντηδες πασχίζουν να ξεχάσουμε. Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας αυτή τη στιγμή δεν είναι η οικονομική κρίση αλλά η βραχεία μνήμη των πολιτών της. Να το θυμάστε αυτό…
3. Η ανθρώπινη αγωνία, σε κάθε της έκφανση, είναι διάχυτη σε όλα σου τα μυθιστορήματα. Με ποιο τρόπο τη βιώνεις εσύ; Ποια είναι η δική σου αγωνία κάθε φορά;
Χαίρομαι που βρίσκεις ένα κοινό παρονομαστή για όλα μου τα βιβλία και μάλιστα τόσο μεγαλειώδη, όσο η ανθρώπινη αγωνία. Ίσως αυτό σημαίνει ότι οι ήρωές μου φαντάζουν όσο απτοί και πραγματικοί θα ήθελα να είναι. Η προσωπική μου αγωνία αφορά κυρίως τη σύλληψή τους και την εξοικείωσή μου μαζί τους. Ύστερα όλα γίνονται εύκολα. Στο τελικό στάδιο της συγγραφής απουσιάζει σχεδόν κάθε ανησυχία. Θα έλεγα μάλιστα ότι απλώς απολαμβάνω.
4. Πώς συνταιριάζονται, αν συμβαίνει αυτό, τα θέματα που σε απασχολούν στα βιβλία σου με τις ενστάσεις που μπορεί να θέτουν οι εκδότες; Βρέθηκες καθόλου αντιμέτωπος με το δίλημμα «λογοτεχνική μόδα» ή «γράφω αυτό που γουστάρω»;Αναρωτιέμαι συχνά τι σημαίνει λογοτεχνική μόδα. Τη μόδα αυτή σίγουρα δεν την επιβάλλουν παρά οι ίδιοι οι συγγραφείς. Οι εκδότες μου μέχρι σήμερα, και δεν εξαιρώ κανένα, ήταν διακριτικοί και ως προς το θέμα και ως προς το χρόνο του εκάστοτε βιβλίου. Θα έλεγα ότι είμαι από τους ευλογημένους και «γράφω αυτό που γουστάρω… όταν γουστάρω».
5. Η νοσταλγία – με μια ισχυρή δόση πίκρας – είναι επίσης ολοφάνερη στα μυθιστορήματα σου. Μοιάζεις να αναπολείς εποχές που χάθηκαν οριστικά ή να το πω καλύτερα, μοιάζεις να θρηνείς απανωτές απώλειες ανθρώπων και ιδεών. Τι σου λείπει; Αισθάνεσαι «ξένος», «απροσάρμοστος» ίσως;
Ξένος; Ίσως όσο ξένος αισθάνεται κι ο ήρωας από το ομώνυμο και πολυαγαπημένο βιβλίο του Καμύ. Αστειεύομαι! Νομίζω ότι αναφέρεσαι κυρίως στα μυθιστορήματα που με έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό. Γιατί τα πρώτα μου βιβλία ρίχνουν μια τολμηρή ματιά στο παρόν και εντάσσονται στην μυθολογία του σήμερα. Άλλωστε όταν οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες σκέφτονται και δρουν με σύγχρονο τρόπο, μικρή σημασία έχει αν κινούνται σε παρωχημένο περιβάλλον. Δεν συμφωνείς;
6. Το «Φιλμ Νουάρ» είναι η πρώτη σου μεγάλη εκδοτική επιτυχία που έφερε ξανά στο προσκήνιο και ένα παλαιότερο μυθιστόρημα σου, τις «Μέρες Αλεξάνδρειας». Η επιτυχία αυτή θα αλλάξει τις λογοτεχνικές προθέσεις σου, θέλω να πω αισθάνεσαι πως τώρα πρέπει να έχεις κατά νου περισσότερο ή λιγότερο τη δημόσια εικόνα σου;
Το «Φιλμ Νουάρ» είναι η δεύτερη μεγάλη εκδοτική επιτυχία μετά τις «Μέρες Αλεξάνδρειας». Συνδέθηκε ωστόσο περισσότερο με τον Δημήτρη Στεφανάκη κι αυτό σημαίνει ότι ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τη δημόσια εικόνα μου. Σου απαντώ λοιπόν: Θα ήθελα ύστερα από χρόνια να με θυμούνται απλά ως ένα συγγραφέα που έγραψε μερικά καλά βιβλία…
7. Θέλω να σου κάνω μια ερώτηση που έκαναν κάποτε στον Ζαν Κοκτώ. Αν έπαιρνε το σπίτι σου φωτιά και θα έπρεπε να σώσεις κάτι, τι θα ήταν αυτό; Τι χρειάζεται να σώσουμε ως κοινωνία στη σημερινή κοινωνική «πυρκαγιά»;
Τι χρειάζεται να σώσουμε ως κοινωνία σήμερα, δεν ξέρω να σου πω. Είμαι ένας άνθρωπος από τους πολλούς. Μπορώ να σου μιλήσω για μένα. Σε περίπτωση που καιγόταν το σπίτι μου, θα φρόντιζα πρώτα τους ανθρώπους και μετά οτιδήποτε άλλο…
8. Υπάρχουν σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς που δεν διαβάζεις a priori; Υπάρχει λογοτεχνία που «κάνει κακό», που δεν υπάρχει κανένας λόγος να τη διαβάζουμε;
Σαφέστατα. Θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν το αντίθετο. Η ζωή είναι μικρή και η ανάγνωση κοπιώδης διαδικασία, για το λόγο αυτό συμβουλεύω πάντα: «μακριά από τα κακά βιβλία». Ευτυχώς την συγγραφική αφέλεια κάποιου την αναγνωρίζεις από την πρώτη κιόλας φράση. Πολλές φορές μου έχει τύχει να ανοίξω ένα βιβλίο και να το κλείσω έντρομος!
9. Η εποχή του life style έφερε στο προσκήνιο και συγγραφείς-life style. Είναι ή δεν είναι θεμιτό να έχει ένας συγγραφέας έντονη κοινωνική ζωή; Ποια η σχέση αναγνωρισιμότητας ή κοινωνικής καταξίωσης με τη συγγραφή;
Ο Καμύ (πολύ τον μνημονεύω σήμερα!) έλεγε ότι για να γίνει κανείς γνωστός αρκεί να γράψει ένα βιβλίο στο οποίο θα αναφερθούν έπειτα εκτενώς οι μεγάλες απογευματινές εφημερίδες. Η συγγραφική ιδιοφυία δεν είναι τρόπος ζωής, δεν είναι έντονη κοινωνική ζωή, είναι μοναξιά, αγωνία, αμφιβολία, μόχθος… Μακάριοι όσοι δεν εκτέθηκαν νωρίς στα φώτα της δημοσιότητας!
10. Σε πρόσφατη συνέντευξη σου είπες πως ένα από τα πράγματα που θα ήθελες να αλλάξεις σήμερα είναι τη νοοτροπία του λαού αυτού. Θες να μου πεις περισσότερα για αυτή τη νοοτροπία; Τι σε θυμώνει; Πώς αλλάζει μια νοοτροπία; Είναι μέσα στις προθέσεις σου όταν γράφεις να γίνεις «μέντορας» ενός κοινού που θα αποκτήσει «καλύτερη νοοτροπία»;
Όχι, δεν είναι στις προθέσεις μου, γιατί καταρχάς δεν δικαιούμαι να έχω προθέσεις όταν γράφω ούτε να παριστάνω τον «μέντορα». Έχω επίγνωση του γεγονότος ότι απευθύνομαι σε ενήλικες χωρίς καμία φιλοδοξία να τους διδάξω το παραμικρό. Από την άλλη θα ήθελα να αλλάξουμε νοοτροπία ως λαός ή για την ακρίβεια θα ήθελα να πάψουμε να είμαστε λαός νοοτροπίας. Βλέπεις, τα τελευταία χρόνια όλα υποκαταστάθηκαν από αυτή την τρισκατάρατη νοοτροπία: Ιδέες, αξίες, δικαιώματα, υποχρεώσεις. Επιπλέον μάθαμε να ζούμε με την μετριότητα, να μην μας ενοχλεί καν και πολλές φορές να την υπερασπιζόμαστε στο όνομα της μακαριότητάς μας. Καιρός να απαλλαγούμε από αυτό το χιλιοφορεμένο πουκάμισο.
11. Ποιος είναι ο αγαπημένος σου σύγχρονος συγγραφέας, αυτός που πραγματικά σε συναρπάζει;
Ο Ισπανός Χαβιέρ Μαρίας. Με ενθουσιάζει αυτή η αφηγηματική του φλυαρία που είναι γεμάτη εικόνες και πρωτότυπες σκέψεις. Όταν τον διαβάζω με υπνωτίζει κατά σημεία ύστερα όμως με επαναφέρει απότομα, όπως κάποιος στην αμμουδιά που σου πετά χαλίκια στην πλάτη, για να τον προσέξεις. 
12. Από τα βιβλία σου φαίνεται πως λατρεύεις τα ταξίδια και πως εκτιμάς βαθύτατα τη συμβολή άλλων πολιτισμών στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο κοσμοπολιτισμός τι θέση έχει σε μια κοινωνία που στρέφεται όλο και περισσότερο προς τον εαυτό της; Μπορεί αυτός να «απαντήσει» στην εθνικιστική υστερία;
Λατρεύω τα ταξίδια, ναι, και πιστεύω στην ειρηνική συνύπαρξη λαών, θρησκειών, γλωσσών… Όσο για τον κοσμοπολιτισμό, έχεις δίκιο, σε μια νεοελληνική κοινωνία που ομφαλοσκοπεί, δεν έχει θέση. Αλλά δεν νομίζεις πως ήρθε ώρα να αλλάξουμε πορεία; Η κρίση είναι το πρώτο κουδούνι για την παράσταση. Και θα είναι μια παράσταση τραγική αν δεν αφυπνισθούμε το συντομότερο.
13. Τελειώνοντας επίτρεψε μου να σε ρωτήσω κάτι που ακούω πολύ συχνά στις παρέες: αν μου περισσεύουν είκοσι ευρώ (με ότι σημαίνουν πια σήμερα τα είκοσι ευρώ) γιατί να μπω σε ένα βιβλιοπωλείο και όχι σε ένα σουπερ μάρκετ; Τι αξία μπορεί να έχει η πνευματική «τροφή» σε μια εποχή που τίθεται η αγωνία της επιβίωσης;
Αν έχετε είκοσι ευρώ προτείνω να μπείτε πρώτα σ’ ένα σούπερ μάρκετ και να αγοράσετε τα απαραίτητα. Αυτό λέει η λογική και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Η επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο μπορεί να περιμένει. Από την άλλη όμως για ό,τι κανείς θεωρεί σημαντικό βρίσκει πάντα το χρόνο και το χρήμα. Η πνευματική «τροφή» δεν είναι πολυτέλεια. Έχει και η λογοτεχνία την χρηστική της αξία πέρα από την απόλαυση του κειμένου. Αν μη τι άλλο, σε μαθαίνει να τοποθετείς πρόσωπα, πράγματα, ιδέες και προβλήματα στη σωστή τους διάσταση.

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έχει μεταφράσει έργα των Σωλ Μπέλοου, Ε.Μ. Φόρστερ, Γιόζεφ Μπρόντσκι και Προσπέρ Μεριμέ. Το πρώτο του μυθιστόρημα, “Φρούτα εποχής” κυκλοφόρησε το 2000 (εκδόσεις Ωκεανίδα). Ακολούθησαν: “Λέγε με Καΐρα” (Ωκεανίδα, 2002), “Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία” (Ωκεανίδα, 2005), “Μέρες Αλεξάνδρειας” (εκδόσεις Πατάκη, 2007, β’ έκδ. Ψυχογιός 2011, μεταφράστηκε στα γαλλικά, τιμήθηκε με το Prix Mediterranee Etranger 2011 και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα ισπανικά και στα αραβικά), “Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι” (Εκδόσεις Πατάκη, 2009), “Θα πολεμάς με τους θεούς” (Εκδόσεις Πατάκη, 2010), “Φιλμ νουάρ” (Ψυχογιός, 2012). Ο Δημήτρης Στεφανάκης έχει τιμηθεί με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη, το 2011, και ήταν υποψήφιος για το Prix du Livre Europeen της ίδιας χρονιάς.

Δημοσιεύθηκε στο: http://art2day.gr/?p=222

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...