Δημοσίευμα

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ

Με τον θάνατο του Έκτορα Κακναβάτου αισθάνεται κανείς ότι έκλεισε ο κύκλος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Στα χρόνια του μεσοπολέμου η δυσερμήνευτη βαρβαρότητα ενός κόσμου, που δεν είχε προλάβει να βγει από ένα πόλεμο κι έμπαινε σ’ έναν άλλο, προκαλούσε αμηχανία στην ευρωπαϊκή διανόηση. Το υπερρεαλιστικό παράδοξο ήρθε να αμφισβητήσει την αμεροληψία της κοινής λογικής αξιοποιώντας την ονειρική διάσταση όπως την όρισε ο φροϋδικός μεγαλοϊδεατισμός. 

Έτσι οικοδομήθηκε μια πίστη σε μια ανώτερη ζωή βασισμένη στην απρόθετη λειτουργία της σκέψης. Παρά τις αγαθές προθέσεις των υπερρεαλιστών ο κόσμος της πραγματικότητας ούτε για ερμηνεία προσφερόταν, ούτε επιδεχόταν βελτίωση. Το ανατρεπτικό όραμα τους δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη έστω κι αν η τέχνη πήρε προσωρινά την εκδίκησή της από ηθικές και αισθητικές προκαταλήψεις του παρελθόντος.
Όσοι γοητεύονται ακόμα και σήμερα από την υπερρεαλιστική εμπειρία, ας μην ξεχνούν πως παρόμοια κινήματα δεν θα εμφανίζονταν ποτέ εάν στον χώρο των αισθήσεων δεν ηγεμόνευε η όραση. Χαρακτηριστική στα καθ’ ημάς η περίπτωση Ελύτη. Στα χρόνια της ποιητικής του ενηλικίωσης κυριαρχούσε πια το δόγμα της μοντέρνας ποίησης που παρέκαμπτε την λογική αλληλουχία συμφιλιώνοντας έννοιες ασύμβατες Ο ποιητής το ασπάστηκε εξαρχής. Αντίθετα όμως από τον έτερο νομπελίστα, τον Γιώργο Σεφέρη, δεν αρκέστηκε στην σιβυλλική αίσθηση της αφής. Ο μυστικιστικός συμβολισμός του Σεφέρη, ο οποίος επιμένει να ψαύει τα σημάδια αυτού του κόσμου, δεν θα μπορούσε να έχει θέση στην ποιητική του Ελύτη καθώς ο τελευταίος αντιλαμβανόταν πάντοτε τον κόσμο μέσω της κυρίαρχης αίσθησης. 
 
Οι συλλογές του «Προσανατολισμοί» και «Ήλιος ο πρώτος» είναι το προανάκρουσμα του ελληνικού υπερρεαλισμού που έμελλε να διαρκέσει μέχρι τις μέρες μας. Στη συνέχεια και ύστερα από ένα διάλειμμα ποιητικής στράτευσης, κυρίως με το Άξιον Εστί, όπου ο ποιητής εξαργυρώνει αριστουργηματικά την ελληνικότητά του, επιστρέφει στον αισθησιασμό της ποιητικής του νεότητας και στη «μεταφυσική του φωτός». 

Δεν είναι παράξενο που ίδιος ο Ελύτης αρνήθηκε την υπερρεαλιστική επιγραφή στην ποίηση του. Έτσι θα έκανε κάθε δημιουργός προικισμένος με ταλέντο που μπορεί να συγκεράσει διαφορετικές τάσεις και ρεύματα. 
Οι υπερρεαλιστικές καταβολές του ωστόσο είναι εμφανείς στην απεικονιστική χρήση των λέξεων. Στον πυρήνα της δρα ένας αθέατος ζωγράφος που αρέσκεται να παίζει με τα χρώματα και τους χτυπητούς συνειρμούς. Αναδιφά τα κοσμικά αρχέτυπα και αναδεικνύει την εξέγερση του ήλιου, την αυταρέσκεια της θάλασσας, την ασκητική του βράχου. Η τέχνη του σπάζει τους κυβόλιθους της λογικής κι επιβάλλει μια προσωπική μυθολογία θύμα της οποίας είναι ακόμα κι ο ίδιος ο Θεός. Στα Ετεροθαλή του, σε μια από τις περιπτώσεις που παραδέχεται την ανάγκη μιας δεύτερης αίσθησης, γράφει: «Τον Θεό τον έπιανες μες στον αέρα/Μύριζε μέλισσα και χθεσινή βροχή βουνού». Στο σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη απευθύνεται σ’ Εκείνον λέγοντάς του: «Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!» Ο Υπερρεαλισμός, αυτή η οργισμένη εφηβεία της ποίησης, δεν χαρίζεται σε κανένα ούτε καν στον Παντοδύναμο. Κι ο Ελύτης, όσο κι αν δεν το παραδέχεται, είναι υπερρεαλιστής, γιατί είναι ένας ποιητής που «βλέπει» τον κόσμο.

Με εξίσου λαίμαργα μάτια ατενίζουν τον ίδιο κόσμο δύο άλλοι έλληνες ποιητές άρρηκτα συνδεδεμένοι με το ίδιο κίνημα. Η περίπτωση Εγγονόπουλου, ο οποίος στις μέρες μας δείχνει να αποκτά όλο και περισσότερους λάτρεις του ύφους του, είναι νομίζω χαρακτηριστική. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σημασία μιας συλλογής όπως το Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν και το διεθνικό ύφος στίχων όπως «το στόμα της/ είναι σαν τον εμφύλιο πόλεμο (στην Ισπανία)», οφείλουμε να τονίσουμε την απεικαστική εκδοχή με την οποία ο κοσμοπολίτης αυτός ζωγράφος-ποιητής προτίμησε να οικοδομήσει την ποιητική του. Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής εμφορούνται από την ίδια διχαστική εμμονή με ενορατικές εξαιρέσεις του τύπου:
                                                                            «Είν’ η ψυχή μου συχνά/ ένα σοκάκι στη Μύκονο/ σαν αρχινάη να βραδιάζη». 
Όσο για το πολύστιχο Μπολιβάρ και την έμπνευση του Εγγονόπουλου να συνδέσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο με τον περιβόητο Νοτιοαμερικάνο επαναστάτη, η αλήθεια είναι ότι δίνει όντως οικουμενικό χρώμα στις ιδεολογικές επιδιώξεις του. 

«Γι αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις … Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ»

Ο Εγγονόπουλος δίνει συχνά την εντύπωση ότι «ζωγραφίζει» την ποίηση, ή καλύτερα γράφει σαν ζωγράφος και ζωγραφίζει σαν ποιητής. Τα ποιητικά σκίτσα που επιχειρεί αποτελούν διαμαρτυρία για τα κακώς κείμενα σε ένα κόσμο που ο ίδιος φρόντισε προηγουμένως να εξαερώσει με την συνειδητή αποστασιοποίησή του. Ίσως η αριστοτεχνική χαρακτική των λέξεων δεν καταφέρνει πάντοτε να δονήσει την «δίκαιη λύρα» της ποίησης. Το παράδοξο πάντως είναι ότι ο ίδιος απαλλαγμένος από τα πέδικλα της εθνοκεντρικής τέχνης, δεν κατορθώνει τα αναμενόμενα – σε αντίθεση ίσως με τον Ελύτη, ο οποίος διακηρύσσει τα εθνικά και πολιτικά του οράματα στις πιο ευτυχείς στιγμές της ποιητικής του δημιουργίας. 

Ωστόσο ο άνθρωπος που συνέδεσε όσο κανένας άλλος το όνομά του με τον ελληνικό υπερρεαλισμό είναι εκείνος που διατύπωσε τον πιο ευφάνταστο ορισμό της τέχνης του –«Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου». Ο Ανδρέας Εμπειρίκος επέλεξε ένα διευρυμένο γλωσσικό τόξο για να αραδιάσει το συνειρμικό του παραλήρημα στο χαρτί. Η ποιητική του αποτέλεσε εντέλει ένα προσωπικό στοίχημα ύφους το οποίο φαίνεται να κέρδισε όχι μόνο χάρις στην όλβια γλώσσα του, αλλά και στην δεδομένη αφέλεια που αποπνέει το έργο του. Ο δημιουργός της Υψικαμίνου και της Ενδοχώρας θυμίζει Σαλβαντόρ Νταλί – μολονότι το δικό του μουστάκι δεν είναι τόσο εντυπωσιακό. Τα ποιητικά του ενύπνια βρίθουν από φιληδονία αλλά και πνευματική εγρήγορση. Θα έλεγε κανείς ότι ο Εμπειρίκος καταφέρνει να διατηρείται ακμαίος χάρις στις φαντασιώσεις του, που είναι τόσο ευφυείς όσο και εξεζητημένες.
Η εκκεντρικότητά του αποτυπώνεται στην γλωσσική του χλιδή: παίζει με τις λέξεις όπως ένας μανιώδης συλλέκτης με τα αντικείμενα της εμμονής του. Στην πραγματικότητα όμως η ποίησή του τέρπει τα φιλόμουσα ένστικτα του αναγνώστη, διαπλατύνοντας ταυτόχρονα τον φαντασιακό του ορίζοντα – «Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι». Υπάρχει μια τρυφερή φιλοσοφική διάθεση, ειδικά στην  Ενδοχώρα και μια παιγνιώδης εναλλαγή συμβόλων: «Όταν μονάζουμε σκεπτόμενοι μελλοντικά ταξίδια/ Ένα καράβι κάποτε περνά στην κάμαρά μας/ και γέρνουμε ν’ αναπαυθούμε στο κατάστρωμα». Η διάθεση αυτή ωριμάζει και πληρούται στην Οκτάνα, ίσως το πιο σημαντικό δημιούργημα του Εμπειρίκου. Το διατυμπανίζει άλλωστε και ο ίδιος στην αρχή της: «Όσο κι αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα… θα περιέχουν εν μέγα μυστήριο γιομάτο, ένα μυστήριο υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν». Όμως το υπερρεαλιστικό του πιστεύω δεν του επιτρέπει να είναι πάντα το ίδιο ξεκάθαρος. «Κι ιδού που αλλάζουν οι καιροί/ τ’ αμπάρια των σουλτάνων είναι άδεια». Οι κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες που υποβόσκουν στο έργο του έχουν την κρυψίνοια του χρησμού.   «Κεραυνοβόλος ο έρωτας κι αμέσως πετάχθηκε ο καραβοκύρης … με σχέδια ενός νέου κατά της Τροίας πολέμου εις τον νου του». Σε ζητήματα τέχνης αντίθετα διαθέτει μια πρόδηλη εντιμότητα.  «Οι λέξεις όταν πέφτουν στο σώμα της νυκτός / μοιάζουν με καράβια που τις θάλασσες οργώνουν / με άνδρες που σπέρνουν και γυναίκες που μιλούν / μέσα στους ποππυσμούς των φιλημάτων».
Επιστρέφοντας στον υπερρεαλιστικό χάρτη της νεοελληνικής ποίησης, συναντάμε την ιδιότυπη περίπτωση του Νίκου Γκάτσου. Ποιητής της μιας συλλογής έκλεισε με την ιδιοφυή Αμοργό του, η οποία εκδόθηκε το 1943, τον πρώτο κύκλο του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Στη συνέχεια κατάφερε να δημοσιεύσει μόλις τρία ποιήματα. Τα δύο από αυτά, το Ελεγείο (1946) και το Ιππότης και ο Θάνατος (1947) τα συμπεριέλαβε στην τρίτη έκδοση της Αμοργού, ενώ το τρίτο, το Τραγούδι του παλιού καιρού (1963) το αφιέρωσε στον Γιώργο Σεφέρη. Είναι σύνηθες να σιωπά ένας ποιητής σ’ αυτή την παράξενη τέχνη της μουσικής των λέξεων. Είναι επίσης βέβαιο ότι οι μεταφραστικές επιδόσεις του Γκάτσου αποτέλεσαν μια παρηγοριά για την ποιητική του παραίτηση. Ο απόηχος της Αμοργού άλλωστε θώπευε διαρκώς την προσωπική του αυταρέσκεια. «Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω», γράφει κάπου στο εξαμερές αυτό ποίημα ο Γκάτσος κι είναι ένας στίχος τον οποίο φαίνεται να απευθύνει στην ίδια την ποίηση, έτσι όπως θα μιλούσε ένας άπιστος εραστής στην αγαπημένη που πρόδωσε. 
Εντέλει, οι ποιητές που συνέπραξαν στο αντιηρωικό κλίμα της εποχής, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ελύτη, κατάφεραν να αντλήσουν εξίσου από το απόθεμα πρωτοπορίας και παράδοσης. 
Ο Έκτωρ Κακναβάτος ασπάστηκε πλήρως τα υπερρεαλιστικά οράματα καλλιεργώντας μια γλώσσα «ονειροθρεμμένη». Εξαρχής εμπνέεται στίχους όπως αυτός: «Εκτός από μονόλογος ο έρωτάς σου και ωτακουστής, έπεσε από το φορτηγό και άνοιξε όπως κιβώτιο». (Οδός Λαιστρυγόνων). Ο πολυπρισματικός κόσμος του ωστόσο χωρά κάποτε και απλές, μονολιθικές διαπιστώσεις: «Θυμήσου / Τίποτα δεν είναι πιο αληθινό από το / Ψέμα / Τίποτε πιο γενναίο που να παλεύει την / Αλήθεια». ( Η φωνή του). 

Υπερρεαλιστικές καταβολές, χωρίς ωστόσο την συνέπεια του Κακναβάτου, φανερώνει και ο Ε.Χ. Γονατάς στην ποίησή του. Το απομυθοποιητικό σχήμα που υιοθετεί στα ποιήματά του λειτουργεί μόνο χάρη στην αυτόματη γραφή και στους στιχουργικούς συνειρμούς του. Επιπλέον σε στίχους όπως «είχε κρεμάσει μικρούς καθρέφτες πάνω στα δέντρα για να βλέπονται τα πουλιά», (Η κρύπτη),  επιτυγχάνει μια λεπτή ειρωνεία που ανταγωνίζεται σθεναρά την πραγματικότητα.
Παρόμοια είναι η εκκίνηση του Δ. Π. Παπαδίτσα. Εκκεντρικός ευπατρίδης της γλώσσας, επαφίεται αρχικά στον υπερρεαλισμό, ως μέσο καταγγελίας της κοινωνικής ανελευθερίας. Στη συνέχεια εκδηλώνει τάσεις συμφιλίωσης με τον κόσμο αναζητώντας να άρει τις αντιφάσεις του σύγχρονου πολιτισμού με ένα είδος θρησκευτικής πίστης. Στο προσωπικό ύφος που παγίωσε με τα χρόνια, ενυπάρχουν σαφή δείγματα συμβολισμού. Ο ίδιος φρόντισε να μας προειδοποιήσει για τις συνεχείς μεταλλάξεις του ήδη από το 1953:
                                          «Έτσι να φτάσω στην Κόρινθο, μισός άνθρωπος, μισός διαδρομή». (Περιπέτεια). 
Ευτυχώς για τον Παπαδίτσα όπως και για όλους τους άλλους η διαδρομή του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα φαίνεται να ολοκληρώθηκε και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο. Ακόμα κι αν η ποιητική δυναστεία των ελλήνων υπερρεαλιστών δείχνει να μην έχει διαδόχους, τα έργα και οι ημέρες τους θα συνεχίσουν να μας εμπνέουν ως μέρος μιας πρωτοπορίας που κράτησε ίσες αποστάσεις από τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και την εγχώρια παράδοση. 
Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Book's Journal

Οδυσσέας ΕλύτηςΝ.ΕγγονόπουλοςΑνδρέας ΕμπειρίκοςΝίκος ΓκάτσοςΈκτωρ ΚακναβάτοςΕ.Χ.ΓονατάςΔ.Παπαδίτσας

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...

"Un été grec avec Camus" Dimitris Stefanakis - 24 mai 2024

Πληροφορίες