Δημοσίευμα

Το εργαστήρι του συγγραφέα: μια συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα και το περιοδικό diavasame.gr

Το εργαστήρι του συγγραφέα
Ελένη Γκίκα

Δημήτρης Στεφανάκης

Το πρώτο βιβλίο του κυκλοφόρησε το 2000 από την “Ωκεανίδα” και ήταν τα “Φρούτα εποχής”. Ακολούθησαν τα βιβλία “Λέγε με Καίρα” (2002), “Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία” (2004), “Μέρες Αλεξάνδρειας” που εκδόθηκαν το 2007 και επανεκδόθηκαν το 2011 από τις εκδόσεις “Ψυχογιός” και του χάρισαν το Διεθνές Βραβείο Καβάφη (ήταν υποψήφιος και για το Prix du Livre Europeen την ίδια χρονιά), “Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι” (2009), “Θα πολεμάς με τους Θεούς” (2010) και “Φιλμ νουάρ” (2012). Ο Δημήτρης Στεφανάκης αναγνωρίζει γράφοντας ότι “το πιο συναρπαστικό σημείο της ιστορίας είναι όταν έρχεται ο κεντρικός ήρωας, ο πρωταγωνιστής” και μας εμπιστεύεται τα μυστικά της γραφής του.

Υπάρχει διαδικασία γραφής, κύριε Στεφανάκη; 

Αναφέρεστε προφανώς στη διαδικασία εκείνη που ξεκινά πάντα με μια άχαρη φάση όπου ο συγγραφέας μεταξύ τεμπελιάς και απελπισίας παλιότερα εκσφενδόνιζε τσαλακωμένα χαρτιά στο καλάθι των αχρήστων ενώ σήμερα κάνει κάτι ανάλογο με τον κάδο ανακύκλωσης του υπολογιστή του. Όταν έχω περάσει στο τελικό στάδιο της συγγραφής ενός βιβλίου, εκεί όπου όλα έχουν μπει στη θέση τους και οι προτάσεις σχηματίζονται θαρρείς από μόνες τους, έχω συνήθως απωθήσει την αμηχανία των πρώτων εβδομάδων. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στο επόμενο βιβλίο ξαναβρίσκομαι πάλι στην ίδια κατάσταση, απελπίζομαι, τα βάζω με τον εαυτό μου, επείγομαι να πάρω μπρος τρέμοντας στην ιδέα πως ο αναγνώστης θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να πληροφορηθεί την διαφαινόμενη χρεοκοπία του ταλέντου μου…

Οι συγγραφικές εμμονές, τελικά, μύθος ή πραγματικότητα; 

Ένας συγγραφέας ξεκινά συνήθως με την εντύπωση πως η μοναδική εμμονή του είναι αυτή που έχει με την γλώσσα. Είναι αλήθεια ότι η ιδιαίτερη σχέση μας με τις λέξεις, οι συμπάθειες ή οι αντιπάθειες που αναπτύσσουμε συν τω χρόνω με κάποιες από αυτές, οδηγούν στην παγίωση ενός κάποιου ύφους. Στην ουσία ένας συγγραφέας έχει πολλές εμμονές χωρίς τις οποίες θα αδυνατούσε να χτίσει κόσμους εκατοντάδων σελίδων. Κάποιοι υποστηρίζουν πως όλες αυτές δημιουργούνται από μια αρχική σκέψη που καταντά έμμονη ιδέα. Υπό την έννοια αυτή η συγγραφική εμμονή του Προυστ ήταν ο χρόνος, του Τζόυς ο μύθος, του Κάφκα ο ονειρικός κόσμος και ούτω καθεξής. Η δική μου εμμονή είναι, αν θέλετε, το ίδιο το μυθιστόρημα σε μια εποχή που η σημασία του τίθεται εν αμφιβόλω.

Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με τον πιο αλλόκοτο τρόπο; 

Το πρώτο, «Τα Φρούτα Εποχής». Γραφόταν για περισσότερο από δέκα χρόνια με τον ενθουσιασμό του πρωτόπειρου συγγραφέα που πίστευε ότι μπορούσε να ανατρέψει όλη την λογοτεχνική παράδοση μέσα σ’ ένα βιβλίο. Αυτό που προέκυψε ήταν ένα «ανεμοδαρμένο» μυθιστόρημα, την αφηγηματική νεότητα του οποίου γνωρίζω καλά πως δεν θα ανακτήσω ποτέ.

Και πώς είναι όταν έρχεται η ιστορία; 

Νομίζω πως το πιο συναρπαστικό σημείο είναι όταν έρχεται ο κεντρικός ήρωας, ο πρωταγωνιστής. Προβάλλει διστακτικός, ασχημάτιστος στις παρυφές της συνείδησής σου, μεσολαβεί ικανός χρόνος ώσπου να αποκτήσεις την εμπιστοσύνη του, να σου ξεδιπλωθεί, να παρασυρθεί σε εξομολογήσεις. Ύστερα ένας-ένας εμφανίζονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες κι ο καθένας τους έχει να σου διηγηθεί από μια ιστορία που πρέπει να την ακούσεις με προσοχή προτού αποφασίσεις οριστικά τι κρατάς και τι θα απορρίψεις. Μερικές φορές έχω την εντύπωση πως ο συγγραφέας είναι ένας δικαστής που ακούει και κρίνει τους ήρωές του χωρίς ποτέ να κοινοποιεί την απόφασή του.

Τελευταίο βιβλίο και συνθήκες γραφής; 

Στο πιο πρόσφατο βιβλίο μου, το Φιλμ νουάρ, που ανήκει στον κύκλο του κοσμοπολιτισμού όπως και οι Μέρες Αλεξάνδρειας, είδα τη συγγραφή περισσότερο σαν παιγνίδι κι άφησα τους ήρωες να μιλήσουν περισσότερο μεταφέροντας το κέντρο βάρους από τις περιγραφές στους διαλόγους. Έγινα ο αυτήκοος μάρτυρας σκηνών και επεισοδίων κι επικεντρώθηκα στην καθημερινότητα της μυθοπλασίας, δίνοντας στο μυθιστόρημα ένα τόνο επικαιρότητας που έλειπε από τα προηγούμενα. Νομίζω πως η τεχνική αυτή επέτρεψε στον αναγνώστη να έρθει πιο κοντά στους χαρακτήρες, να τους αγγίξει και να τους συμπαθήσει παρά το σκοτεινό και συχνά αντιφατικό τους ρόλο.

Αγαπημένοι σας συγγραφείς; 

Ο Όμηρος, γιατί ύστερα από αυτόν η τέχνη της αφήγησης δεν προχώρησε παρά ελάχιστα. Η λογοτεχνία ακόμα και στις πιο ρηξικέλευθες στιγμές της το μόνο που κατάφερε ήταν να επαναδιαπραγματευθεί τον Ομηρικό μύθο. Ο Πλάτωνας, αφού είναι ο πρώτος μυθιστοριογράφος στον κόσμο, ο οποίος επινόησε και τον πιο ενδιαφέροντα χαρακτήρα, τον Σωκράτη. Ο Σαίξπηρ, γιατί είναι ένας ροκ σταρ της λογοτεχνίας, ένα αιρετικό στοιχείο, που θα ανατρέπει μόνιμα τις βεβαιότητές μας, ένας απαράμιλλος μάστορας, τα έργα του οποίου θα είναι πάντοτε μπροστά από κάθε εποχή. Σκεφτείτε μόνο πόσο διαφορετικές οπτικές γωνίες εμπνέουν σε σκηνοθέτες και ηθοποιούς οι σαιξπηρικές παραστάσεις. Επιπλέον ο Σαίξπηρ έχει πει όλα όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς για τον άνθρωπο. Για τον ίδιο λόγο αγαπώ τον Ντοστογιέφσκι. Μπορεί ο Μπαλζάκ να έθεσε τους κανόνες του σύγχρονου μυθιστορήματος, ο Ντίκενς να τους ανέπτυξε αλλά ο Ρώσος τους εμπλούτισε, βάζοντας στο παιγνίδι την ανθρώπινη ψυχή, μ’ έναν τρόπο που κανείς άλλος δεν είχε σκεφτεί μέχρι τότε. Υποκλίνομαι στην «Αγία Τριάδα» του μυθιστορήματος: Προυστ, Τζόυς, Κάφκα, αλλά και στον Μπροχ και στον Μούζιλ. Λατρεύω τον Καμύ, γοητεύομαι από τον Μπέκετ, παραδέχομαι τον Φώκνερ κι από τους σύγχρονους ξεχωρίζω τον Τζον Μπάνβιλ, τον Χαβιέρ Μαρίας, τον Κλαούντιο Μάγκρις, τον Αντόνιο Ταμπούκι. Από Έλληνες αναγνωρίζω κυρίως τους ποιητές μας, ξεκινώντας από τον Καβάφη και περνώντας από τον Σεφέρη, στον Ελύτη, στον Καρούζο, στον Λειβαδίτη και στον Αναγνωστάκη. Ως πεζογράφους μεγάλης πνοής παραδέχομαι πρωτίστως τον Ροΐδη και τον Καραγάτση.

Αγαπημένα βιβλία; 

Από τις λογοτεχνικές συγγένειες που προανέφερα αντιλαμβάνεται κανείς πως είμαι αναγνώστης του Κανόνα. Εντούτοις ακόμα κι ένας «ανιαρός» αναγνώστης σαν και μένα μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον όταν, για παράδειγμα, ξεχωρίζει τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι μόνο και μόνο γιατί δεν κατάφερε ακόμα ως ανάγνωσμα να το κατακτήσει κι ίσως να μην το καταφέρει ποτέ. Για ένα λόγο εξίσου παράδοξο διακρίνω και τον Άνθρωπο χωρίς Ιδιότητες του Μούζιλ, αφού σου επιτρέπει να μπεις στην ανάγνωσή του από όποια σελίδα προτιμάς κάτι που με διασκεδάζει αφάνταστα. Βιβλία που αγαπώ χωρίς απαραίτητα να επιστρέφω σ’ αυτά είναι το Πάρεργα και Παραλειπόμενα του Σοπενάουερ και κάποια μέρη του αχανούς Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Από τα τελευταία μου αναγνώσματα ξεχώρισα το Έτσι Ισχυρίζεται ο Περέιρα του Ταμπούκι για την βαθιά πολιτική ειρωνεία του και την Κομψότητα του Σκαντζόχοιρου της Μιριέλ Μπαρμπερί για την πρωτοποριακή δομή του.

Πόσο σημαντικός είναι ο χώρος και ο τρόπος για την ιστορία; 

Θα ξεκινήσω από το δεύτερο. Χωρίς τον τρόπο, και κυρίως χωρίς την ιδιαίτερη οπτική γωνία είναι αδύνατο κανείς να αφηγηθεί πειστικά μια ιστορία. Σε όσους νομίζουν πως ο υποβολέας της αφήγησης αποτελεί αδιάφορη συγγραφική συνθήκη έχω να πω ότι χωρίς τον κατάλληλο αφηγητή είναι σαν να επιχειρεί κανείς να μπει άνευ οδηγού στην Κόλαση του Δάντη. Όσο για το χώρο, ας αντιληφθούν επιτέλους οι σύγχρονοι μυθιστοριογράφοι πως η απουσία του αφαιρεί αυτόματα το πλεονέκτημα της εικόνας από το μυαλό του αναγνώστη, καθιστώντας το κείμενο απροσπέλαστο. Έχει παρέλθει πια η εποχή όπου, στο όνομα της λογοτεχνικής πρωτοπορίας, μάς γοήτευαν οι ήρωες καρικατούρες καθώς παρέλαυναν σε ανύπαρκτο σκηνικό.

Πηγή: www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=SPG1797#.UR-zQKorzBo.facebook

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...