Δημοσίευμα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ένας λογοτέχνης sui generis.

Η μακραίωνη προφορική ποιητική παράδοση της ελληνικής γλώσσας διαμόρφωσε εν πολλοίς τα λογοτεχνικά πράγματα  και στην νεώτερη Ελλάδα δίνοντας σαφές προβάδισμα  στην ποίηση έναντι της πεζογραφίας. Η επιλογή του ιταλοθρεμμένου Κόμη Διονύσιου Σολωμού να θέσει την τέχνη του στην υπηρεσία της αναγέννησης του έθνους εγκαταλείποντας το όνειρό του «να λάβει μίαν λαμπρή θέση στον Ιταλικό Παρνασσό»,  αποδείχτηκε ιστορικά πολύ πιο κρίσιμη απ’ ό,τι φανταζόταν ο ίδιος ο ποιητής.

Η εθνικά συντεταγμένη ποίηση από τον Σολωμό μέχρι τον Σικελιανό και τον Παλαμά αποφέρει καρπούς τους οποίους θα δρέψει η γενιά του τριάντα με τον Σεφέρη και τον Ελύτη να προεξάρχουν στην κοσμογονία της νεοελληνικής ποίησης του εικοστού αιώνα. Στον αντίποδα αυτής της κοσμογονίας η πεζογραφία μας δεν ευτύχησε να έχει ανάλογη πορεία. Ο αντίστοιχος γενάρχης του πεζού λόγου που θα έπρεπε να είναι όχι ο Σολωμός όπως διατείνονται οι ειδικοί, αλλά ο Εμμανουήλ Ροΐδης για προσωπικούς του λόγους αποποιήθηκε την αποστολή του, «κώφευσε» κυριολεκτικά και μεταφορικά στο κάλεσμα της θεμελίωσης μιας εθνικής σχολής πεζογραφίας. Διαπιστώνει ωστόσο κανείς την αποσπασματική  έστω παρουσία μεγάλων πεζογράφων οι οποίοι χωρίς να διαθέτουν την προδρομική συνείδηση του Σολωμού άφησαν πίσω τους  έργο  μακράς πνοής. Ανάμεσά τους ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Ο Παπαδιαμάντης ανδρώθηκε λογοτεχνικά στον αιώνα του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Γέννημα του διαφωτισμού, της αστικοποίησης και της επελαύνουσας βιομηχανικής επανάστασης το μυθιστόρημα κυριαρχεί στο διεθνές λογοτεχνικό στερέωμα του δέκατου ένατου αιώνα με μορφές όπως ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι και ο Ντίκενς. Στην Ελλάδα φτάνει μονάχα ένας μικρός απόηχος από αυτή την λογοτεχνική πλημμυρίδα χάρις στην αριστουργηματική Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη. Οι έλληνες πεζογράφοι επιλέγουν ως επί το πλείστον την μορφή της σύντομης αφήγησης, το διήγημα, αριστοτέχνες του οποίου αναδεικνύονται ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης. Ο δεύτερος θεωρείται σήμερα ο σημαντικότερος νεοέλληνας διηγηματογράφος. Για πολλούς είναι κάτι περισσότερο: ένας πνευματικός ηγεμόνας της νεώτερης Ελλάδας με διηνεκή επιρροή στους λογοτεχνικούς κύκλους η οποία δύσκολα εξηγείται.
Ο Παπαδιαμάντης δεν διαθέτει ίσως το διεθνικό πνεύμα του Σολωμού, του Κάλβου, του Ροΐδη ή του Βιζυηνού, γνωρίζει ωστόσο Αγγλικά και Γαλλικά κι επιδίδεται σε μεταφράσεις μέσω των οποίων εξοικειώνεται με την παγκόσμια λογοτεχνική πρωτοπορία. Η Ελλάδα της εποχής του έχει μόλις βγει από το ζόφος της μακραίωνης σκλαβιάς κι ο επαρχιωτισμός της είναι εμφανής παντού και κυρίως στις τέχνες και στα γράμματα.  Προέχει η επιβίωση του νεογέννητου έθνους κι ο πατριωτισμός αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Ο Σολωμός αξιοποιεί την ποιητική παράδοση και μετουσιώνει αυτή την προτεραιότητα σε υψηλή τέχνη.  Στον αντίποδα του Σολωμικού επιτεύγματος, ο Παπαδιαμάντης έρχεται με κάποια καθυστέρηση να ανασυντάξει τις δυνάμεις της πεζογραφίας και να επωμιστεί το βάρος της συνέχειάς της στον εικοστό αιώνα.
Όταν  εμφανίζεται στο προσκήνιο δεν βρίσκει συνοδοιπόρο. Ο Ροΐδης έχει παραιτηθεί κι ο Βιζυηνός διολισθαίνει προς την παράνοια. Ούτε έχει την παράδοση με το μέρος του. Επιπλέον ο τρόπος ζωής του κι η οικονομική ανέχεια δεν του επιτρέπουν να  αφοσιωθεί στις εκτεταμένες αφηγήσεις.

Αν ισχύει αυτό που λένε για τον Βιζυηνό, ότι προαλειφόταν για μυθιστοριογράφος, κι ας συνόψισε τους μύθους του σε διηγήσεις με μικρότερη έκταση, για τον Παπαδιαμάντη ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Ακόμα και στα μυθιστορήματά του ή στις νουβέλες του αισθάνεται κανείς  ότι μεγεθύνει σύντομες ιστορίες. Αργά ή γρήγορα λοιπόν θα στραφεί στο διήγημα, όπου μπορεί να συνδυάσει δύο ιδιότητες συνήθως ασύμβατες: Τον οίστρο του ποιητή με την νηφαλιότητα του πεζογράφου. Στις διηγήσεις του Παπαδιαμάντη διακρίνουμε δύο αντιφατικούς γλωσσικούς σχηματισμούς. Τα αφηγηματικά μέρη παραπέμπουν σε ιερό κείμενο, με γλώσσα ευαγγελική, άσπιλη, που δημιουργεί ατμόσφαιρα πνευματικού εκκλησιασμού. Η ασκητική του κειμένου υποβάλλει τον αναγνώστη στη μυσταγωγία των λέξεων. Επιπλέον δεν μπορεί να μην θαυμάσει κανείς την ποιητική οικονομία του λόγου του. Οι παράγραφοί του αποτελούν μικρά ψηφιδωτά αφήγησης, όπου κάθε λέξη-ψηφίδα μοιάζει αναντικατάστατη. Ο ρυθμός του έχει σπάνια μουσικότητα.

"Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ χρονών και δεν ήξευρα ακόμη ά λ φ α». Λένε ότι στην λογοτεχνία η πρώτη φράση είναι το ήμισυ του παντός και η πρώτη φράση από το Όνειρο στο Κύμα αποτελεί ίσως το υπόδειγμα στα καθ’ ημάς. Η καθαρευουσιάνικη εμμονή του υποθάλπει την λεπτή ειρωνεία και τον ανεπαίσθητο σαρκασμό της γραφής του. Το γλωσσικό του ιδίωμα αγιοποιεί τις όποιες προθέσεις του, καλύπτει τεχνηέντως τα αβυσσαλέα πάθη της ψυχής του, προσφέρει καταφύγιο σε κάθε σχόλιο που αποτολμά στην επικαιρότητα της εποχής του.
 
Τα γλωσσικά οικόσημα της παπαδιαμαντικής τέχνης είναι πολλά. Δεν είναι τυχαίο  ότι εκτιμήθηκε τόσο από τους ποιητές.  Ο Καβάφης τον όρισε ως «την κορυφή των κορυφών», ο Σεφέρης τον θεωρούσε «τον πιο μεγάλο πεζογράφο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας», ο Ελύτης του αφιέρωσε βιβλίο με τίτλο «η Μαγεία του Παπαδιαμάντη», όπου τον αποκαλεί «ζωγράφο της  ψυχής των ταπεινών κι απλοϊκών ανθρώπων» ο δε Παλαμάς συνόψισε τα χαρακτηριστικά  της διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας του που δίνει «την άυλη χαρά της τέχνης». Όλοι τους συνέδραμαν γενναίως στη δημιουργία του μύθου του.
Από την άλλη όπου παρεμβάλλονται τα διαλογικά μέρη, νομίζεις πως ξυπνά αίφνης ο καταπιεσμένος πεζογράφος. Η γήινη πλευρά του δημιουργού μάς αποκαλύπτεται. Κι αναρωτιέται κανείς πώς ένας «κοσμοκαλόγηρος» μεταμορφώνεται σε κοσμικό μέσα από καθημερινές στιχομυθίες. Οι διάλογοι του Παπαδιαμάντη είναι πραγματικά για σεμινάριο. Οι ήρωές του μιλούν όσο πρέπει, όταν πρέπει, ακούγοντας  ο ένας τον άλλο με προσοχή κι απαντώντας με μια φυσικότητα που πολλές φορές ανατρέπει το κλίμα αναχωρητισμού στην παπαδιαμαντική αφήγηση.
 Αν διαρρήξουμε την λογοτεχνική κιβωτό του δεν θα βρούμε τις ιδέες εκείνες που δημιούργησαν τη μεγάλη λογοτεχνία στην εποχή του. Ο ίδιος γνωρίζει καλά ότι δεν διαθέτει το πολιτικό, φιλοσοφικό και ψυχολογικό εύρος ενός Ντοστογιέφσκι, την παντογνωσία ενός Μπαλζάκ, την πανοραμική θέαση ενός Τολστόι, τον μυθοπλαστικό χαμαιλεοντισμό ενός Ντίκενς. Δεν διαθέτει καν την μυθιστορηματική στόφα του Ροΐδη και κατά την άποψή μου υπολείπεται του Βιζυηνού σε συναισθηματική νοημοσύνη.

Ο Παπαδιαμάντης ωστόσο οικοδομεί ένα έργο λιτό, ασκητικό, αξιοπρόσεκτο. Επιδίδεται σε γενναίες ηθογραφίες, βυθοσκοπεί την ανθρώπινη ψυχή στο βαθμό που του επιτρέπουν οι ήρωές του, συχνά αυστηροί και απρόσιτοι όπως κι ο ίδιος. Ανασκουμπώνεται συγγραφικά στα «σκιαθίτικα διηγήματα» αλλά και στο ασθματικό αφήγημα του την «Φόνισσα» που βρίσκεται στις παρυφές του μυθιστορήματος και καταφέρνει με ταπεινά θεματικά υλικά να πλάσει μικρά αριστουργήματα. Στα πάθη της Φραγκογιαννούς, της κορυφαίας ηρωίδας του, ανακεφαλαιώνει όσα διδάχτηκε από τον Ντοστογιέφσκι και την ευρωπαϊκή πρωτοπορία  Στο απόγειο της ωριμότητάς του ο Παπαδιαμάντης αναδεικνύεται σε πρωτομάστορα της γλώσσας, σ’ έναν οξυδερκή ψυχογράφο αλλά  και άριστο ηθογράφο της εποχής του. Με τον τρόπο αυτό θεμελιώνει το δικαίωμά του στην λογοτεχνική αθανασία.
Με την προσωπικότητα και το ήθος του αυτός ο μονήρης και κοινωνικά υποχόνδριος άντρας καταφέρνει να επιβληθεί όχι μόνο στους συγχρόνους του αλλά και στις επερχόμενες γενεές. Κανείς δεν τολμά ν’ αγγίξει τον μύθο του. Η ανατομία του παπαδιαμαντικού έργου που επιχείρησε μέχρι σήμερα η λογοτεχνική κριτική δεν έχει δυστυχώς να προσθέσει κάτι καινούργιο. Τη μεγαλύτερη ζημιά στον Παπαδιαμάντη την κάνουν οι ίδιοι οι ζηλωτές του οι οποίοι στην προσπάθειά τους να τον προστατεύσουν μέσα στη γυάλα του χρόνου, τον κατέστησαν δυστυχώς μια θλιβερή παράμετρο της σχολικής εκδοχής περί λογοτεχνίας. Είναι οι ίδιοι που αφαλάτωσαν τις ιδέες και άμβλυναν τις αντιφάσεις της παθιασμένης ψυχής.
Όμως ο Παπαδιαμάντης είναι κάτι περισσότερο από σχολικό ανάγνωσμα. Είναι ο ερωτικός Παπαδιαμάντης, είναι ο πολιτικός, κοινωνικός και, γιατί όχι, ο ανατρεπτικός Παπαδιαμάντης, ο μοναδικός έλληνας  λογοτέχνης μαζί με τον Σεφέρη και τον Σολωμό που σε αναγκάζει να τον παίρνεις πάντοτε στα σοβαρά. Μια βαθύτερη κριτική θεώρηση του έργου του ίσως του στερήσει ένα μέρος από την λάμψη του. Όμως αντικρίζοντάς τον στις πραγματικές του διαστάσεις θα ανακαλύψουμε νέες γόνιμες και συναρπαστικές πλευρές του. Ίσως έτσι εξηγηθεί γιατί αυτός ο άνθρωπος συνεχίζει ακόμα  και σήμερα να μας γοητεύει.
 
Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 2ο τεύχος του Λογοτεχνικού Περιοδικού Κλεψύδρα, Μάιος 2012

Αλέξανδρος ΠαπαδιαμάντηςΔιονύσιος ΣολωμόςΕμμανουήλ ΡοΐδηςΜπαλζάκΦ.ΝτοστογιέφσκιΓ.ΒιζυηνόςΔημήτρης Στεφανάκης: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ένας λογοτέχνης sui generis

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...