Δημοσίευμα

ΕΛΥΤΗΣ: Ο τελευταίος εθνικός ποιητής

ΕΛΥΤΗΣ: Ο τελευταίος εθνικός ποιητής

Πράξη πρώτη
 «Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει». Αυτός ο φαινομενικά πομπώδης στίχος, σμιλεμένος με την αρτιότητα αρχαιοελληνικού λόγου, προαναγγέλλει το  σημαντικότερο πνευματικό επίτευγμα της νεώτερης Ελλάδας, την ποίηση της. Είναι η στιγμή που ωριμάζει μια εξέχουσα ποιητική συνείδηση, ο ιταλοθρεμμένος Κόμης Διονύσιος Σολωμός. Προικισμένος με μια ισχυρή ελληνόφωνη φλέβα θα μαγευτεί από την προοπτική της ελληνικής εθνεγερσίας  και θα θέσει την τέχνη του στην υπόθεση της αναγέννησης του έθνους. Σαν κοραϊκή καταβολάδα θα αστράψει στον πολεμόχαρο ουρανό της επαναστατημένης Ελλάδας και εκμεταλλευόμενος την ποιητική προφορική παράδοση της ελληνικής γλώσσας, θα θέσει τις βάσεις για αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε, με κάποια δόση εθνικής αυταρέσκειας, θαύμα της ελληνικής ποίησης του εικοστού αιώνα. 

Κρίσιμη αφετηρία, σύμφωνα με την ιστορική μαρτυρία, αποτέλεσαν οι παροτρύνσεις του Σπυρίδωνα Τρικούπη. Η σχέση του επαναστάτη και μετέπειτα πολιτικού με τον Σολωμό επιτάχυναν τις εσωτερικές ζυμώσεις της Ποιητικής του, καθορίζοντας τον στόχο της που δεν θα έπρεπε να είναι άλλος από την «θεμελίωση νέας φιλολογίας εις την Ελλάδα». Ο επτανήσιος λογοτέχνης εγκαταλείπει το όνειρό του «να λάβει μίαν λαμπρή θέση στον Ιταλικό Παρνασσό», μπροστά στη μοναδική προοπτική να γίνει ο γενάρχης των νεοελληνικών γραμμάτων. Ακολουθεί η κοπιαστική μελέτη της μητρικής του γλώσσας, που τον επόμενο κιόλας χρόνο δίνει καρπούς ανέλπιστα υψηλούς. Ο τροχαϊκός, κατακλυσμιαίος Ύμνος εις την Ελευθερίαν, με τις τετράστιχες στροφές – λες και γεννιούνται η μία μέσα από την άλλη– δεν διέπεται από «χυδαία γλώσσα» και «εσφαλμένη στιχουργία», όπως παραπονείται ο κύκλος των σχολαστικών της εποχής του.

 Είναι η σύνθεση που δίνει μια πρώτη γεύση των Σολωμικών προθέσεων και ικανοτήτων: Ιστορική αναδρομή, πάθος για ελευθερία και εθνική αναγέννηση, λανθάνουσες διπλωματικές κινήσεις με έμμεση έκκληση των μεγάλων δυνάμεων που προσωποποιούνται ως «εικόνες του Θεού» ή ως «Βασιλείς», στις οποίες υποβάλλει το δραματικό ερώτημα, «Δεν ακούτε; Τι θα κάνετε;» και απευθύνει το κάλεσμα «Ελάτε, ελάτε». Επιπλέον το πολύστροφο ποίημα είναι έτσι  μαστορικά καμωμένο, ώστε να προσφέρεται για εύκολη αποστήθιση. Ο Σολωμός παραμένει ακόμα και σήμερα ο μοναδικός ποιητής,  του οποίου ολόκληρες  στροφές ή μεμονωμένους στίχους γνωρίζουν ανεξαιρέτως όλοι οι Έλληνες – κι αυτό βέβαια δεν είναι παρά μια διαρκής σύμβαση με την ποιητική αθανασία.
 
Ακολουθεί η Ωδή στον Λόρδο Μπάυρον, δομημένη με την ίδια λογική. Στη ουσία πρόκειται για δίδυμους ύμνους, με ελεγειακό κλίμα, και αν στην πρώτη περίπτωση ο ποιητής υμνεί την ελευθερία, στην δεύτερη θρηνεί για την επίταξη του ταλέντου του από την πατρίδα, παραλληλίζοντας την αυτοθυσία ενός λαμπρού φιλέλληνα ποιητή με την δική του αυτοθυσία. Εξαρχής συνειδητοποιεί ότι ακολουθεί το συλλογικό μονοπάτι που δεν είναι ακριβώς ό,τι επιθυμεί η ποιητική ψυχή του. Γνωρίζει ότι δημιουργεί μια στρατευμένη τέχνη, που θα παραμείνει στρατευμένη για αρκετές δεκαετίες, αφού έτσι επιβάλλουν οι ανάγκες του έθνους. Έχει παροχετεύσει τη φλέβα του σε δρόμους πανεθνικούς, γι αυτό και δεν θεωρεί απαραίτητη την ενεργή συμμετοχή του στο επαναστατικό όραμα των Ελλήνων. Θεωρεί, και μάλλον ορθά,  ότι έχει ήδη προσφέρει πολλά στον τόπο.
Η προσφορά του αυτή θα ολοκληρωθεί με το τρίπτυχο της ωριμότητάς του, τον Κρητικό, τον Πόρφυρα και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους ημιτελή έργα και τα τρία, γεγονός που για πολλούς καταδεικνύει την ετερογλωσσία του γενάρχη της νεοελληνικής ποίησης, και την βασανιστική δοκιμασία του στην σύνθεση των ποιημάτων του.

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι σίγουρα το Σολωμικό αριστούργημα, δείγμα απαράμιλλης ποιητικής γεωμετρίας, που αποτελείται από τρία σχεδιάσματα γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Εδώ διασταυρώνονται τα μείζονα πάθη του Σολωμού: η ποιητική του δοκιμασία, οι φιλοσοφικές του καταβολές, οι εθνικοί οραματισμοί του. Από συνθετική άποψη η ημιτελής φόρμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι μια ανοιχτή πρόσκληση για τους μεταγενέστερους, και θα μπορούσε κανείς να πει ότι ολοκληρώνεται όχι μόνο από έργα όπως οι Σκλάβοι πολιορκημένοι του Βάρναλη, αλλά από έπη με εθνικό ή κοινωνικό χαρακτήρα όπως το Άξιον Εστί ή ο Επιτάφιος. Ο δημιουργικός διάλογος που ανοίγει ο Σολωμός με τους επερχόμενους ποιητές βρίσκει συνομιλητές στο πρόσωπο του Ελύτη και του Ρίτσου κι ο καθένας από τους δύο απαντά στα Σολωμικά ερωτήματα από την πλευρά τόσο του εθνικού όσο και του κοινωνικού αγώνα.
 
Ηχήστε οι σάλπιγγες!
Αν η γενιά του ’30 είναι ταυτισμένη με τον Γιώργο Σεφέρη, η γενιά του 1880 δεν μπορεί παρά να έχει ως πρώτο τη τάξει τον Κωστή Παλαμά, η αφοσίωση του οποίου στο Σολωμικό ιδεώδες της επιταγμένης ποίησης τον χρίζει δικαιωματικά δεύτερο εθνικό ποιητή. Το γεγονός ότι σήμερα κάποιοι προσπαθούν με κάθε μέσο να διατηρήσουν την παλαμική μούσα στο βάθρο του  λαμπρού της παρελθόντος δεν αίρει την αξία του έργου και της προσωπικότητας του Παλαμά. Κεντρική φυσιογνωμία της Νέας Αθηναϊκής σχολής, συμβάλλει όσο κανείς στην απαλλαγή της ποίησης από την κομψευόμενη καθαρεύουσα και τον νοσηρό ρομαντισμό. Αν η πόλη του Καβάφη είναι η Αλεξάνδρεια, πόλη του Παλαμά δεν είναι η Αθήνα αλλά η Κωνσταντινούπολη, η πτώση της οποίας σηματοδοτεί ένα παρελθόν για το οποίο ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να ολοφύρεται μέσα από μεγαλειώδεις συνθέσεις όπως ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» ή «η Φλογέρα του βασιλιά». Ακούγεται αντιφατικό, είναι όμως σχεδόν σίγουρο πως ο Παλαμάς και οι συνοδοιπόροι του επέσπευσαν τις εξελίξεις στην Ελληνική ποίηση, αναδεικνύοντας  από τη μία την Επτανησιακή σχολή και αποκαθηλώνοντάς την από την άλλη.  Η προσκόλλησή τους στο ποιητικό «εμείς» συσπείρωσε ποιητές της επόμενης γενιάς οι οποίοι γύρισαν την πλάτη στο ένδοξο παρελθόν. Άλλωστε οι ελληνορθόδοξες ποιητικές ιαχές φάνταζαν μάλλον μακάβριες με φόντο την μικρασιατική καταστροφή.

 Είχε έρθει η ώρα του Κώστα Καρυωτάκη που η νοσηρή γοητεία  της ποίησής του ανοίγει απρόσμενα καινούργιους δρόμους. Στο μεταξύ, όμως, η γενιά του 1880 είχε ήδη προσφέρει ισχυρό αντέρεισμα στις επάλξεις της ελληνικής λογοτεχνίας προτού παγιωθεί σε αυτό που σήμερα φαντάζει ως μια εκδοχή της ποίησης κατάλληλη κυρίως για σχολικά εγχειρίδια. Οι υπόλοιποι Παρνασσιστές   όπως ο Δροσίνης,  ο Ι. Γρυπάρης και ο Μ. Μαλακάσης  επιβεβαίωσαν τις Παλαμικές ανησυχίες, αλλά ο δορυφορικός τους ρόλος γύρω από τον Παλαμά, δεν τους επέτρεψε να αναπτύξουν επαρκώς τη δική τους φωνή, μένοντας μάλλον στη σκιά του μεγάλου ποιητή. 

Για παράδειγμα, οι μεταφραστικές ανδραγαθίες του Γρυπάρη στην αρχαία ελληνική γραμματεία υπερβαίνουν κατά πολύ την μοναδική ποιητική συλλογή του Σκαραβαίοι και Τερακότες. Αλλά και οι  συμβολιστές όπως  ο Χατζόπουλος και ο Λάμπρος Πορφύρας δεν καταφέρνουν με το έργο τους παρά να ενταχθούν στη σχολική εκδοχή περί ποίησης. Στα στενά όρια της επαρχιακής Ελλάδας δεν ήταν δυνατόν να οικοδομηθούν φιλόδοξες ποιητικές συνθέσεις ακόμα και από μια διάνοια του ύφους και της αξίας του Παλαμά. «Ο Ακρίτας είμαι χάροντα/ δεν περνώ με τα χρόνια/ μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες/ στα μαρμαρένια αλώνια;» Στίχοι όπως αυτοί οδηγούν κατευθείαν στον πυρήνα της πεποίθησης του δημιουργού για την διαχρονική σημασία του έργου του. Δυστυχώς όμως οι εξελίξεις διέψευσαν τον ποιητικό μεγαλοϊδεατισμό του Παλαμά. Η λήθη του χρόνου αφήνει μια λεπτή ειρωνεία να συνηχεί μαζί με τα μέτρα και τις ρίμες ενός έργου επιβλητικού από κάθε άποψη.
Η παράδοση της ελληνοκεντρικής ποίησης, έτσι όπως την όρισε ο Σολωμός με την διατράνωση του «εμείς», έμελλε να αμφισβητηθεί σοβαρά από τους «αντάρτες» ποιητές που έδρασαν έξω από τη συντεταγμένη λογική των σχολών, στο διάστημα μεταξύ της γενιάς του 1880 και εκείνης του ’30. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τις τέσσερις μείζονες φυσιογνωμίες που δέσποσαν σε αυτή την γόνιμη περίοδο, μόνο ο ένας εγκολπώθηκε τη Σολωμική βίβλο. Ο Άγγελος Σικελιανός επέλεξε να αποχαιρετήσει τον Παλαμά με ένα βροντερό προσκλητήριο ποιητικής νομιμοφροσύνης:
«Ηχήστε οι σάλπιγγες ...Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογγήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!»
 
»Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!…»
 
Στροφή
Μετά το Καβαφικό αντάρτικο και την Καρυωτακική εξέγερση του «ποιητικού εγώ» που κλονίζουν συθέμελα το συμπαγές εθνοκεντρικό οικοδόμημα της νεοελληνικής ποίησης, ο ερχομός του Γιώργου Σεφέρη θα επαναφέρει την ηρεμία στις τάξεις των ποιητών.
 
 Οι ετερόκλιτες φωνές από τον Σολωμό ως τον Παλαμά και από τον Κάλβο μέχρι τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη, θα συναιρεθούν κατά τρόπο ιδανικό στο πρόσωπο του νέου λογοτέχνη, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ακολουθήσει καριέρα πεζογράφου. Ο τίτλος Στροφή που έδωσε ο Γιώργος Σεφέρης στην πρώτη του ποιητική συλλογή δεν προαναγγέλλει μόνο την ανανέωση του ποιητικού λόγου στη χώρα μας, αλλά υπογραμμίζει και την προσωπική του απόφασή να στραφεί στην ποίηση   σε πείσμα της γλωσσικής του νηφαλιότητας – χαρακτηριστικό καθαρόαιμου πεζογράφου.  Δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς αυτή την επιλογή. 

Ο Σεφέρης,  ως γνήσιος διπλωμάτης, έμαθε από νωρίς να διαπραγματεύεται σκληρά με τη γλώσσα και την παράδοσή της, την οποία μελέτησε εξαντλητικά. Στις Δοκιμές του  γίνεται σαφές πως έχουμε να κάνουμε με ένα κατεξοχήν ανατόμο της λογοτεχνικής πραγματικότητας. Εξίσου σαφές είναι το γεγονός ότι ο Σεφέρης αναζητά ως προαπαιτούμενο ένα ισχυρό εφαλτήριο προκειμένου να αναπτύξει την προσωπική του τέχνη.
Ήδη στην τρίτη στροφή της Άρνησης επιχειρεί έναν απολογισμό της νεοελληνικής ποίησης και διακηρύσσει την πρόθεση του για αλλαγή πλεύσης:
 «Με τι καρδιά, με τι πνοή,
Τι πόθους και τι πάθος,
Πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
Κι αλλάξαμε ζωή»
Πρόκειται για ήπια καταγγελία της παθιασμένης, γεμάτης μεγάλες ιδέες και προσδοκίες σχέσης των προκατόχων του με τη γλώσσα. 

Το ζήτημα ξεκαθαρίζεται εντελώς  στο ύστερο ποίημα Ένας γέροντας στην ακροποταμιά:
«…και τη τέχνη μας την στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματά το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά».
Ο εξορκισμός της ποιητικής χλιδής του Παλαμισμού είναι πλέον γεγονός. Η μοντέρνα ποίηση κατά τον Σεφέρη διαθέτει την εσωστρέφεια του Καρυωτάκη και την απέριττη γλωσσική σοφία του Καβάφη. Πάνω από όλα όμως είναι μια ποίηση τολμηρή, συμβολική, βασίζεται στον συνειρμό και στα νοηματικά  χάσματα τα οποία καλείται ο ίδιος ο αναγνώστης να καλύψει όχι   με την εγκεφαλική αλλά με την συναισθηματική του νόηση.  Οι καινοτομίες του Σεφέρη έχουν ως αφετηρία τους την ποιητική του Πωλ Βαλερύ και την θεωρία της «καθαρής ποίησης», στη συνέχεια όμως λαμβάνουν τον χαρακτήρα νεωτερικής γραφής που έχει ως φόντο τον μοντερνισμό και την δημιουργική εξοικείωση του με τον Τ.Σ. Έλιοτ.
Ωστόσο κάθε πατριαρχική μορφή στην τέχνη εκφράζει κυρίως πολιτικές συνιστώσες. Η φωνή της σεφερικής ποίησης είναι άλλοτε προσωπική και άλλοτε συλλογική, σε ένα πλαίσιο όπου το εγώκαι το εμείς εναλλάσσονται συνεχώς. Στην περίπτωση του Σεφέρη ξαναζούμε μεγαλεπήβολα οράματα. Ο ίδιος δεν αποποιείται το ένδοξο ιστορικό παρελθόν. Γίνεται μάλιστα ο διαμεσολαβητής στην ανοικτή συνομιλία της ελληνικής παράδοσης με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία.
Δεν αποποιείται όμως ούτε και την πεζογραφική του κλίση. Αποτελεί ειρωνεία της τύχης το γεγονός ότι η ποιητική συλλογή του που χαρακτηρίστηκε μεταίχμιο για την νεοελληνική μούσα φέρει  τον εμβληματικό τίτλο Μυθιστόρημα. Ο δημιουργός της προσπάθησε στην πρώτη έκδοση να αιτιολογήσει την ασυνήθιστη αναφορά: «…γιατί προσπάθησα να εκφράσω, με κάποιον ειρμό, μια κατάσταση τόσο ανεξάρτητη από μένα όσο και τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος».  Αυτό σημαίνει ότι κατατρυχόταν από ενός είδους ενοχή για τον πεζογραφικό αλληθωρισμό του. Την ίδια ενοχή αναγιγνώσκουμε στη μεταθανάτια έκδοση του μοναδικού, έστω και ημιτελούς, μυθιστορήματος του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Με τα έργα της ωριμότητάς του, Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄, ο Σεφέρης συνθέτει με συνέπεια μια ατμόσφαιρα λιτή, μεσογειακή, εμπνευσμένη από  μύθους και αινιγματικές ανατροπές. Οι στίχοι του σιβυλλικοί θυμίζουν συχνά δελφικούς χρησμούς. Ο ίδιος ο ποιητής μοιάζει πια με τυφλό γέροντα που εμπιστεύεται μόνο την αφή του.

 Η λογοτεχνική κριτική στη μεταπολίτευση δικαίωσε τον Σεφέρη και τον έχρισε εθνικό ποιητή, μετά τον Σολωμό και τον Παλαμά. Μέχρι τότε ορισμένοι φιλολογικοί κύκλοι με την απλουστευτική αυθαιρεσία που τους διακρίνει, επιχείρησαν συχνά να κατατεμαχίσουν το έργο του σε περιόδους επιρροής από συγκεκριμένους δημιουργούς και λογοτεχνικά ρεύματα, χαρακτηρίζοντας εμμέσως την Ποιητική του ως κακέκτυπο. Η αλήθεια, ωστόσο,  είναι ότι ο Σεφέρης δεν «μετέφρασε» την ευρωπαϊκή πρωτοπορία της εποχής του στα ελληνικά, όπως άδικα του προσάπτουν οι άσπονδοι φίλοι του. Η συνομιλία του με ποιητές όπως ο Βαλερύ και ο Έλιοτ έλαβε χώρα στο πλαίσιο ενός λογοτεχνικού κοσμοπολιτισμού. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Σεφέρης υπήρξε παιδί του μεσογειακού διεθνισμού, παιδί της μητροπολιτικής Σμύρνης, όπου οι πολιτισμικές  επιρροές της Ευρώπης έφθαναν παρακάμπτοντας τον Ελλαδικό επαρχιωτισμό.   Η ιστορία της Μεσογείου δραματοποιείται στους στίχους του ποιητή, αποτελώντας τον ακρογωνιαίο λίθο της ποίησής του. Ο ίδιος ανήκει σε μια διεθνική αριστοκρατία  η οποία μετακινείται από μητρόπολη σε μητρόπολη πλουτίζοντας στο όνομα του εμπορίου και των ναυτικών αυτοκρατοριών. Μεταπολεμικά, ωστόσο, παρόμοιες πολιτικοκοινωνικές καταβολές παραπέμπουν σε κάτι παρωχημένο, καθώς το επαναστατικό όραμα του νέου κόσμου δεν συναινεί στην λογική μιας ανώτερης, ραφινάτης κάστας που θεάται την καθημερινότητα  με το γούστο φιλότεχνου. 

Η εκλαϊκευμένη κουλτούρα φωτίζει υψηλά πρόσωπα της τέχνης, όπως ο Σεφέρης, με τρόπο αυθαίρετο. Η σκιώδης πλευρά του απορροφά εικασίες που αμφισβητούν την πρωτοτυπία του έργου του ή εντοπίζουν υστεροβουλία στις κινήσεις του ως διπλωμάτη οι οποίες, σύμφωνα με ορισμένους, συναρτώνται με τιμητικές διακρίσεις προς το πρόσωπό του ως λογοτέχνη.  «…Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη», είναι η απάντηση που δίνει ο ίδιος σε όλους αυτούς με τον ακροτελεύτιο στίχο ενός ποιήματος από το Μυθιστόρημα. Ίσως πάλι είναι μεγάλη πέτρα ο φθόνος τους και κατά τον Σεφέρη «…βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες».
 
Άξιον Εστί
 Απέναντι στον νηφάλιο υποβολέα της σεφερικής ποίησης οι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη μοιάζουν εφηβικές δοκιμές. Ο έτερος νομπελίστας μας θυμίζει διαρκώς ένα νέο άντρα που ατενίζει εκστασιασμένος  γύρω του αυτό που στην συνείδησή του καταγράφεται ως «ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!» Δεν αρκείται να ψαύει τα σημάδια του, τον διερευνά μέσω της κυρίαρχης αίσθησης, της όρασης. Το κυκλώπειο μάτι της έμπνευσής του διατηρεί μέχρι τέλους τον ζήλο και την αφέλεια της καλλιτεχνικής νεότητας. Ο ποιητής δεν διστάζει να ομολογήσει: «Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα/ Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα».
 Οι υπερρεαλιστικές καταβολές της ποίησης του Ελύτη γίνονται φανερές στην απεικονιστική χρήση των λέξεων. Στον πυρήνα της  δρα ένας αθέατος ζωγράφος που αρέσκεται να παίζει με τα χρώματα και τους χτυπητούς συνειρμούς. Αναδιφά τα κοσμικά αρχέτυπα και αναδεικνύει την εξέγερση του ήλιου, την αυταρέσκεια της θάλασσας, τη στωικότητα του βράχου. Η τέχνη του προβάλλει σαν «γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της/ και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή ανεξάντλητη». 

Στην ποιητική συλλογή του Προσανατολισμοί θα μας χαρίσει στίχους απίστευτης γενναιότητας με διασημότερο ίσως εκείνο που αναιρεί την δεδομένη αισιοδοξία του: «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι»· στον Ήλιο τον Πρώτο θα αναζητήσει «Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα/ …πίνοντας ήλιο κορινθιακό/ διαβάζοντας  τα μάρμαρα»· την Ελλάδα που στα Ετεροθαλή του αποκαλύπτεται ταπεινά μέσα από μια σκηνή σαν κι αυτή:
«Από σύρμα που άξαφνα έσυρνε φωτιά/ στη γωνιά του δρόμου με τις Καρυάτιδες/ στρίβοντας/ ένα τραμ/ εστρίγγλιζε/»· την Ελλάδα που στον Μικρό Ναυτίλο εμπνέεται «με νερά της Ελένης και με λόγια/ χαμένα μες στα λεξικά της Ατλαντίδας»· την Ελλάδα που εμπερικλείεται στα λόγια της Μαρίας Νεφέλης: «Όσο υπάρχουν Αχαιοί θα υπάρχει μια ωραία Ελένη».
«Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου», δηλώνει ο Βιττγκενστάιν.

«Τη γλώσσα, μού έδωσαν ελληνική /το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου/ Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου», απαντά ο Ελύτης. Στα  χέρια του η γλώσσα γίνεται εργαλείο προσωπικό και εθνικό συνάμα κι ίσως ο ασφαλέστερος τρόπος για να αντιλαμβάνεται μέσω αυτής την ελληνικότητά του. Αν μπορούσαμε να εφαρμόσουμε κάποιο μαθηματικό τύπο στην ακολουθία των λέξεων, θα φτάναμε χωρίς αμφιβολία στο συμπέρασμα ότι «Ελλάδα είναι η γλώσσα». Ο ποιητής χρησιμοποιώντας τα «ανώτερα μαθηματικά» του που τα έκανε, καθώς μας λέει, στο Σχολείο της Θάλασσας, υπολογίζει ότι «εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι, κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις». Νότα αισιοδοξίας σε μια εποχή που η ίδια η ιδέα της Ελλάδας μοιάζει να απειλείται από γιγαντόσωμους οικονομικά εισβολείς. Ούτως ή άλλως η γενναία φάρα των ποιητών που δαμάζει τον Λεβιάθαν της γλώσσας, δύσκολα πτοείται.

 Προεκτείνοντας ο Ελύτης τον ελληνοκεντρισμό του στον πεζό λόγο διαπιστώνει ότι: «Έλληνας σημαίνει να αισθάνεσαι και ν’ αντιδράς κατά έναν ορισμένο τρόπο, τίποτε άλλο», ή ότι «η Ελλάδα, έχω καταλήξει από καιρό σ’ αυτό το συμπέρασμα,  είναι μια συγκεκριμένη αίσθηση» ή ακόμα ότι «το φως κι η ιστορία στην Ελλάδα, είναι ένα και το ίδιο πράγμα». Ο ποιητής δεν είναι ένας τυχαίος χειριστής αυτού του φωτός και της ιστορίας. Η ηρακλίτεια φλέβα της ποίησής του βυθομετρεί τον αιώνα του πνεύματος και αντλεί έμπνευση από αγλαά επεισόδια της ελληνικής ψυχής. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος γίνεται «Αυτός ο τελευταίος Έλληνας!»
 
 Αυτός ο παντεπόπτης του Αιγαίου αγναντεύει το πέλαγος με την πεποίθηση κυρίου: «Την εποχή που μου δόθηκε πρώτη φορά η ευκαιρία να βρεθώ στο κατάστρωμα ενός πλοίου, διασχίζοντας τα νότια της Σαντορίνης, είχα το αίσθημα ενός γαιοκτήμονα που κάνει αναγνώριση των πατρογονικών του εν όψει κάποιας κληρονομίας». Και στο τέλος παραδέχεται πως η ελληνική γλώσσα είναι που εξηγεί «για ποιο λόγο οι Έλληνες ποιητές, αδιάφορο σε ποια γενιά ή εποχή ανήκουν, ασχολούνται πάντοτε με τον τόπο τους».
 
Όμως οι ανδραγαθίες του Ελύτη δεν σταματούν εδώ. Επωμιζόμενος τη «δίκαιη λύρα» του γενάρχη Σολωμού, δέχεται την ανοικτή πρόκληση που απευθύνει ο Ζακυνθινός στους επιγόνους του και απαντά αναλόγως με το αριστουργηματικό Άξιον Εστί. Το έργο αυτό εμπνευσμένο από την ίδια πειραματική διάθεση, από την ίδια ευφάνταστη αρχιτεκτονική αναδεικνύεται σε πανάξιο κλώνο των Ελεύθερων Πολιορκημένων.

 Ο δημιουργός  του σε μια ατμόσφαιρα πνευματικού εκκλησιασμού ολοκληρώνει μεμιάς το Σολωμικό όραμα, προσδίδοντας νέο περιεχόμενο στον όρο εθνικό έπος. Το «εμείς» του Ελύτη δεν απαλλοτριώνει αναγκαστικά το ποιητικό του εγώ. Ο πατριωτικός οίστρος δεν εξοστρακίζει τη λυρική διάθεση. Η εκκλησιαστική παράδοση επιστρατεύεται εδώ ως εύρημα και το ιστορικό παρελθόν του ελληνισμού κάθε άλλο παρά καταδυναστεύει το παρόν. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Ελύτης ερμήνευσε τα Σολωμικά θέσφατα με ορθολογικό τρόπο και έβαλε τέρμα σε ένα αιώνα ποιητικής παρανόησης. Επανακαθόρισε τους στόχους της νεοελληνικής ποίησης, χειραφετώντας την επιτέλους από την μεγαλοϊδεατική της πλάνη. Για τον λόγο αυτό αναγορεύεται δίκαια εθνικός ποιητής, τέταρτος στη σειρά μετά τον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Σεφέρη.

 Είναι αλήθεια πως ο Ελύτης, σε αντίθεση με τον Σεφέρη, παρέμεινε πάντα ένας εξεγερμένος έφηβος, και δεν διατήρησε σε όλες τις στιγμές την νηφαλιότητα και την ποιότητα που θα ανέμενε κανείς από έναν ποιητή του αναστήματός του. Συχνά με αδόκιμες εξόδους αναιρεί τις υποσχέσεις που δίνει κάποτε στην αρχή των ποιημάτων του. Οτιδήποτε μπορεί να προσάψει κανείς σ’ αυτό τον αμετανόητο πειραματιστή, αρκεί να παραδεχθεί τη μέγιστη αρετή των στίχων του: παραμένουν πάντοτε αγέραστοι, σηματοδοτώντας ίσως μαζί με το έργο του Σολωμού,  την πιο φρέσκια και αρυτίδωτη ποιητική παραγωγή που γνώρισε τούτος ο τόπος.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό ΚΛΕΨΥΔΡΑ, τεύχος 1, με την άδεια του οποίου αναδημοσιεύεται.

Οδυσσέας ΕλύτηςΔιονύσιος ΣολωμόςΣπυρίδων ΤρικούπηςΛόρδος ΜπάυρονΕλεύθεροι ΠολιορκημένοιΚωστής ΠαλαμάςΚώστας ΚαρυωτάκηςΟ Παλαμάς συνομιλεί με τους ΠαρνασσιστέςΓιώργος ΣεφέρηςΠΟΙΗΜΑΤΑ, Γιώργος ΣεφέρηςΧειρόγραφα Γιώργου ΣεφέρηΈργο του Γ. Τσαρούχη που κοσμεί το βιβλίο Προσανατολισμοί, εκδ. ΊκαροςΈργο του Οδυσσέα ΕλύτηΈργο του Οδυσσέα ΕλύτηΚολάζ του Οδυσσέα ΕλύτηΟ Οδυσσέας Ελύτης φωτογραφημένος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...