Δημοσίευμα

Το πολιτικό «Φιλμ Νουάρ» - κριτική από τον Γιάννη Κεσσόπουλο


Το κείμενο του Γιάννη Κεσσόπουλου αναδημοσιεύεται από το www.thinkfree.gr/το-πολιτικό-«φιλμ-νουάρ»/

Ένα ταξίδι όπως κι ένα βιβλίο εξαρτώνται σε κρίσιμο βαθμό από τη ματιά του ταξιδιώτη και του αναγνώστη αντίστοιχα. Κατά τη δική μου ματιά, το “Φιλμ Νουάρ” του Δ. Στεφανάκη (εκδ. Ψυχογιός) είναι ένα πολιτικό βιβλίο για τους λόγους που εξηγώ παρακάτω.
Είναι από τις λίγες φορές που διαβάζοντας ένα βιβλίο, δεν ταυτίζεσαι με τον κεντρικό ήρωα αλλά με τον κεντρικό… κομπάρσο. Στο «Φιλμ Νουάρ» ο κεντρικός ήρωας Βασίλειος Ζαχάροφ παραμένει ψηλά στο συνειδησιακό βάθρο του αναγνώστη, ως ένα πρόσωπο που υπερβαίνει τα όρια του μέσου ανθρώπου. Είναι ο τύπος που –έστω καμιά φορά- πολύ θα ήθελες να είσαι αλλά ξέρεις ότι δεν είναι του χαρακτήρα σου… (κάτι σα τον Ρετσίνα του Μουρσελά στα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», πρέπει να το ‘χεις –ή σαν τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ»). Το μεγάλο μυστικό του Β. Ζαχάροφ ήταν η καταγωγή του, κανείς δεν έπρεπε να ξέρει ποιος ακριβώς είναι, από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Ήταν τύπος του παρασκηνίου, με ελάχιστες κοσμικές εμφανίσεις και ακριβά γούστα. «…Ο Βασίλειος ήταν από εκείνους που σκηνοθετούν τη μοίρα. Δεν άφηνε ποτέ τίποτε στην τύχη». «Θυμάμαι που μου λέγατε να μη μιλώ πολύ και να στρέφω τη συζήτηση σε ευχάριστα αλλά άσχετα θέματα», η συμβουλή για να γίνει κανείς καλός πράκτορας. Ήταν ένα πρόσωπο που «φρόντιζε να μην υπάρχει», που φρόντιζε «να μη γίνεται ποτέ καλός στόχος». Αν ο Β. Ζαχάροφ δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, προσωπικά δεν θα πίστευα ότι υπάρχουν πράγματι τέτοιοι τύποι και τέτοιες καταστάσεις γύρω μας [«Οι πεποιθήσεις, Φιλίπ, αγόρι μου, είναι για όλους εμάς που παραμένουμε μπροστά από τον καθρέφτη» (σελ. 192)].

Ως αναγνώστης, λοιπόν, ταυτίζεσαι σχεδόν αμέσως με τον νεαρό δημοσιογράφο Φιλίπ Τεμπό όχι για την επαγγελματική του ιδιότητα ούτε για τη σχέση του με τη μεγαλύτερή του Ζιζέλ, αλλά γιατί εκφράζει τις λογικές απορίες που έχεις κι εσύ. Γιατί κάνει τις ερωτήσεις που θα έκανε όποιος καθόταν στη θέση του (στο Cafe de la Paix του Παρισιού ή όπου αλλού) απέναντι από έναν χειμαρρώδη αφηγητή πραγμάτων τα οποία δεν τα ‘χεις ζήσει εσύ αλλά ο παππούς σου. Ο συγγραφέας, με τον τρόπο αυτό, σε βάζει αμέσως στο παιχνίδι της ανάγνωσης. Είμαστε όλοι, λοιπόν, εξαρχής ο Φιλίπ Τεμπό!

Διαβάζοντας το «Φιλμ Νουάρ» διαπιστώνεις ότι εκτός από πολύ βασικά στοιχεία, όπως ο κοσμοπολιτισμός, η γύρα σε ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ο διαχρονικός «έρως» και οι ανθρώπινες σχέσεις, ο Δ.Σ. υιοθετεί εντελώς διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης της ιστορίας του σε σχέση με τις βραβευμένες «Μέρες Αλεξάνδρειας». Εκεί υπάρχει μια συνεχής ροή της ίδιας της ιστορίας, εδώ η ιστορία είναι η αφήγηση. Μια αφήγηση που μας μεταφέρει διαρκώς από το ένα στο άλλο, σε δύο χρονικά επίπεδα: από τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα από τη μνήμη ενός Ισπανού αναρχικού δημοσιογράφου γύρω από τον πρωταγωνιστή του βιβλίου Β. Ζαχάροφ, ονόματι Μιγκέλ Θαραμπόν.

Διαβάζοντας το «Φιλμ Νουάρ» συνειδητοποιείς ότι π.χ. τα τελευταία εκατό χρόνια δεν είχαμε μόνο δύο πολέμους, τον α’ και β’ παγκόσμιο, όπως έχει εδραιωθεί στη συλλογική συνείδηση, αλλά ότι διαρκώς υπάρχει ένας –τουλάχιστον- πόλεμος σε εξέλιξη κάπου στον κόσμο (ο πόλεμος των Μπόερς, ο ισπανοαμερικανικός πόλεμος, ο ελληνοτουρκικός, ο ρωσοτουρκικός κ.ά.). Ας όψονται οι έμποροι όπλων, οι οποίοι όπως κάθε επαγγελματικός κλάδος, αγωνίζονται διαρκώς να μην μείνουν χωρίς δουλειά. Ο Δ.Σ. φωτίζει το σκοτεινό τους κόσμο, χρησιμοποιώντας πλούσια βιβλιογραφία και αναφορές, με «γλυκό» μυθιστορηματικό τρόπο, όπου ποτέ –εσύ ο αναγνώστης- δεν ξέρεις με σιγουριά που είναι ακριβώς τα όρια μύθου και πραγματικότητας.

Διαβάζοντας ας πούμε ότι οι έμποροι όπλων λάδωναν πολιτικούς για να παίρνουν συγκεκριμένες αποφάσεις με διεθνή γεωπολιτική σημασία ή ότι ο Ελ. Βενιζέλος είχε ζητήσει από τον Β. Ζαχάροφ να ρίξει τον βασιλιά [«Τον έχω ξαναρίξει και μπορώ να το κάνω όποια ώρα το θελήσω. Όμως η συγκυρία δεν μας ευνοεί» (499) αλλά και σελ. 455, 456] μέχρι που μπορεί να κάνεις και συνειρμούς για το σήμερα. Να αναρωτηθείς π.χ. γιατί επιβάλουν στην Ελλάδα όλα αυτά τα εν πολλοίς παράλογα για τον κοινό νου, τι προετοιμάζουν, ποιον «πόλεμο» άραγε στήνουν, πόσα πληρώνουν τους πολιτικούς για να εξαγοράσουν το «ναι σε όλα»… (κατά τούτο μπορεί να εκληφθεί και ως πολιτικό και ως επαναστατικό βιβλίο). Επίσης, θέτει το θέμα της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων από μία χρεοκοπημένη χώρα όπως η Ελλάδα του 1896 –σας θυμίζει μήπως το 2004; Μένοντας φυσικά με την απορία τι εννοεί ο συγγραφέας όταν βάζει στο στόμα του Β. Ζαχάροφ τη φράση «Οι Γερμανοί έχουν βαλθεί να καταστρέψουν την Ελλάδα» (σελ. 236). Εξάλλου, ποιος πιστεύει ότι η αναφορά του Δ.Σ. ότι «Η έλλειψη στιβαρής πατριωτικής αριστοκρατίας που να ενδιαφέρεται ειλικρινά για το μέλλον του τόπου αποτελούσε το σοβαρότερο πρόβλημα. Οι κραταιοί Έλληνες επιχειρηματίες που θριάμβευαν εκτός συνόρων ενδιαφέρονταν μονάχα για δωρεές που θα εξασφάλιζαν την υστεροφημία τους. Όσοι δε παρέμεναν στον ελλαδικό χώρο πλουτίζοντας εις βάρος της πάμπτωχης χώρας κόπτονταν κυρίως για τις πολιτικές τους επαφές και τις κομματικές εξυπηρετήσεις, καταληστεύοντας τα κρατικά ταμεία με την ανοχή των πολιτικών τους φίλων» (σελ. 291) δεν είναι ένα σχόλιο για το σήμερα; Όπως και το άλλο στη σελίδα 312 «Οι άνθρωποι βλέπουν συχνά το κακό να πλησιάζει αλλά δεν κάνουν τίποτε για να το αποφύγουν, νομίζοντας ότι θα κάνει μια εξαίρεση γι’ αυτούς. Κι έτσι καταστρέφονται»;

Επίσης, το προπολεμικό κλίμα στο Παρίσι του 1939, όπως το περιγράφει ο Δ.Σ., θα μπορούσε να είναι μια αναφορά στην Αθήνα του 2012 (με τις ανάλογες προσαρμογές, ενδεχομένως): «Τώρα μια παράξενη ηρεμία επικρατούσε καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση πως το κακό θα μπορούσε να αποτραπεί, πως η ζωή θα συνεχιζόταν ειρηνικά, έτσι που οι άνθρωποι αμέριμνοι έκαναν σχέδια για το επόμενο καλοκαίρι». Θαρρείς και ο συγγραφέας θέλει να γίνει προάγγελος όσων μέλλει να συμβούν ή απλώς να θυμίσει ότι η ζωή και η Ιστορία κάνουν κύκλους και τώρα έχουμε φτάσει σε «προπολεμικά» σημεία του κύκλου αυτού. Επίσης, το ίδιο κάνει με την αναφορά του στη φτώχεια και την απελπισία: «…Είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο καταλαβαίνω απόλυτα τους επαναστάτες, κι ας μην είμαι εγώ ο ίδιος» ή «Δεν ήταν κακό. Μάλλον απελπισμένος. Στην απελπισία του ο άνθρωπος είναι ικανός να καταστρέψει τον κόσμο, αφού όλα έχουν χάσει πια τη σημασία τους γι’ αυτόν».

Επίσης, ο Δ.Σ. θέτει και πάλι το θέμα του κοσμοπολιτισμού, στοιχείο που διατρέχει το μυθιστόρημα από την αρχή μέχρι το τέλος, όπως και στις «Μέρες Αλεξάνδρειας». Σε κάποιο σημείο ένας ήρωάς του ισχυρίζεται ότι ένα «μαγικό όπλο» «…είναι και ο σύγχρονος κοσμοπολιτισμός, που με τη δύναμή του μπορεί να διαλύσει το ζόφο του σκοταδισμού και της προκατάληψης αιώνων που ταλανίζουν ακόμη κι αυτή την ίδια την Ευρώπη». Είναι μια άποψη ανοιχτή σε ερμηνείες παντός είδους, μια άποψη με την οποία μπορεί να συμφωνήσει η πλειοψηφία των αναγνωστών. Σε κάθε περίπτωση παραπέμπει στους ανοιχτούς ατομικούς και συλλογικούς ορίζοντες που είναι προϋπόθεση για την ειρήνη και τη συνεννόηση των λαών.

Εξαιρετικά σημαντική – κομβική θεωρώ και την αναφορά του στον ιστορικό κύκλο, τον οποίο παρομοιάζει με τον παράδεισο και την κόλαση (σελ. 178): «…Οι άνθρωποι θα γοητεύονται πάντοτε από φιγούρες σαν τον Χίτλερ, γιατί διασκεδάζουν αφάνταστα. Σκέψου τη συνέχεια. Θα γίνει πόλεμος, θα πέσουν βόμβες, οβίδες, εκατομμύρια σφαίρες. Τα βράδια οι φωταψίες από τα αντιαεροπορικά θα θυμίζουν πυροτεχνήματα μιας γιορτής φρίκης και ολέθρου. Θα υπάρχει αγωνία, θα χαθούν ζωές, κάποιοι θα αγωνιστούν για ένα καλύτερο αύριο και το τέλος, μέσα από τα χαλάσματα, θα ανατείλει η ελπίδα ενός καινούριου κόσμου. Ύστερα θα ξαναμπούμε στην πληκτική μονοτονία της ειρήνης, ώσπου να βρεθεί πάλι κάποιος παράφρονας να μας λυτρώσει από την πλήξη».

Θέλω να κάνω και μια αναφορά στις ερωτικές περιγραφές του Δ.Σ. γιατί πάντοτε με εντυπωσιάζουν καθώς μπορεί να «γκρεμοτσακίσουν» έναν συγγραφέα, να αναδείξουν τις αδυναμίες του (σελ 23-27, 83, …). Όπως και στις «Μέρες Αλεξάνδρειας», πιστεύω ότι συμπυκνώνουν την συγγραφική δεξιοτεχνία του Δ.Σ. Χωρίς ποτέ να διολισθαίνει στη χυδαιότητα, στην ακρότητα, στο ρεαλισμό (όπως θέλει το λέει ο καθένας) μεταδίδει την ατμόσφαιρα της ερωτικής σκηνής. Αριστοτεχνικά, πιστεύω. Όχι σα να τη βλέπεις μπροστά σου, αλλά σα να τη νοιώθεις.

Έχω υπογραμμίσει αρκετές δεκάδες μικρές φρασούλες στο «Φιλμ Νουάρ», οι οποίες αποδίδουν το «ιδεολογικό» στίγμα του συγγραφέα (π.χ. «Στο τέλος νίκησε η Ιστορία, γιατί πάντα νικάει» – σελ. 278 ή «το γούστο δε διδάσκεται» – σελ. 403). Είναι τα μηνύματά του, «φιλοσοφημένες» ατάκες ή σκέψεις βαθιές, το «κόκκινο τριαντάφυλλο» στις εικόνες που στήνει περιγράφοντάς τες με επάρκεια, χωρίς υπερβολές και φλυαρίες. Σκέψη δεμένη με την εικόνα, συστατικά που κρίνουν την ποιότητα του συγγραφέα και του μυθιστορήματος.

Αυτά τα ολίγα, μετά από ένα καταιγιστικό διάβασμα την τελευταία εβδομάδα, που με έβαλε –αυτό που λέμε- σε προπολεμικό κλίμα. Του τότε και του σήμερα.

[Του Γιάννη Θ. Κεσσόπουλου / gkessopoulos@gmail.com]

Πηγή: 
www.thinkfree.gr/το-πολιτικό-«φιλμ-νουάρ»/

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...