Δημοσίευμα

Κριτική για το «πώς η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ σού αλλάζει τη ζωή»

Κριτική για το «πώς η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ σού αλλάζει τη ζωή»

«Πώς η λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή»
Η αλήθεια είναι πως ένα καινούργιο βιβλίο, και δη, αγαπημένου συγγραφέα, οι αναγνώστες πάντα το περιμένουν μετά περισσής λαχτάρας κι ανυπομονησίας. Μπορεί οι Έλληνες να μη φημίζονται τόσο για τη βιβλιολατρία τους, αυτό δε σημαίνει όμως πως δεν θα αναζητήσουν προσφιλή κι ενδιαφέροντα αναγνώσματα ή πως δε θα αναφερθούν δοθείσης ευκαιρίας στις λογοτεχνικές τους προτιμήσεις, όποιες κι αν είναι. Γόνιμοι κι απροκατάληπτοι αναγνώστες υπάρχουν, αλλά τι είναι τελικά η λογοτεχνία εκτός απο γλώσσα φορτισμένη στον υπέρτατο βαθμό; Βαδίζουμε άραγε προς αυτήν ή απαντώντας στα λάθος ερεθίσματα της εποχής μας χάνουμε εντέλει τον προσανατολισμό μας κι απομακρυνόμαστε απο τη μοναδική μορφή του πνεύματος που μπορεί ουσιαστικά να μας αλλάξει τη ζωή;

Ή έστω να δοκιμάσει. Άλλωστε, όλα στη ζωή είναι δοκιμές. Και για του λόγου το αληθές, ο αρμοδιότερος όλων, ο διακεκριμένος συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης επιστρέφει αυτήν τη φορά στα υψηλά λογοτεχνικά δρώμενα με έναν τρόπο πρωτότυπο: δε φέρνει μαζί του ένα μυθιστόρημα, δε θα μας συστήσει νέους ήρωες, δε θα μας γνωρίσει νέους τόπους, δε θα μας μυήσει σε μεγαλειώδεις έρωτες κι αγάπες που αντέχουν στου χρόνου τα γκρίζα κι αμείλικτα γρανάζια. «Πώς η λογοτεχνία σου αλλάζει τη ζωή». Δεν είναι ερώτηση. Μέσα σ' αυτό το διαυγές έργο του Δημήτρη Στεφανάκη μόνο απαντήσεις υπάρχουν. Έμμεσες, αλλά αποκρυσταλλωμένες, άψογες και τεκμηριωμένες αποδείξεις ενός ανθρώπου που ξέρει, και μπορεί να εξηγήσει την πολυδιάστατη μαγεία της λογοτεχνίας σε 157 σελίδες. Ταυτόχρονα μπορεί να προξενήσει έκπληξη γράφοντας κάτι που εμείς οι αναγνώστες γνωρίζαμε πάντα. Μόνο που αυτό το κάτι, βρισκόταν επί σειρά ετών κάπου βαθιά κλειδωμένο στην ψυχή μας κι απλούστατα ανέμενε τον κατάλληλο συνδυασμό για να απελευθερωθεί, και να ανταμώσει το άπλετο φως της νόησης. Κι εδώ επιτρέψτε μου να σας θυμήσω τα λόγια του Ροστάν που διέκρινε ένα μεγάλο συγγραφέα από τους μέτριους εξαιτίας αυτού του σπάνιου χαρίσματός του. Ενδεχομένως να ακούγεται απλό, δεν είναι όμως. Δε μπορούν όλοι να περιγράψουν τα πράγματα όπως τα βλέπουν ή όπως τα θέλουν κι αν ο δημιουργός αποτύχει στο εγχείρημά του αυτό τότε ο αναγνώστης χάνει τη μοναδική ευκαιρία να αντικρίσει τη ζωή απο την ίδια οπτική γωνία. Βλέπετε, όλα είναι θέμα επιδεξιότητας ή καμουφλαρισμένου ερωτισμού. Για μένα, η μεγάλη τέχνη είναι και τα δύο κι ένας λογοτέχνης ή ποιητής είναι πρωτίστως ένας άνθρωπος παράφορα ερωτευμένος με την ίδια του τη γλώσσα.

Κατά καιρούς πέφτουν στα χέρια μας κείμενα ατροφικά, άτονα, που κινούνται στα όρια της αδιαφορίας ή παρουσιάζονται υπερβολικά συσκοτισμένα. Τα τελευταία μάλιστα, αποτελούν τη νέα μάστιγα της συγγραφικής εποχής. Είναι αυτά, των οποίων οι συγγραφείς πασχίζουν τόσο πολύ να διατυπώσουν κάτι καινοτόμο, μα τελικά φτάνουν στο σημείο να παιδεύουν το αναγνωστικό κοινό ανελέητα, και να μπερδεύονται κι οι ίδιοι με την ασαφή πολυπλοκότητα των γραπτών τους. Στο πόνημα του Δημήτρη Στεφανάκη οι κίνδυνοι αυτοί δεν έχουν θέση και πώς να έχουν άλλωστε; Όλα είναι απλά. Διαβάζοντάς το, μού έδωσε την εντύπωση ότι άφησε για λίγο την ιδιότητα του συγγραφέα, κι έγραψε απο τη σκοπιά του αναγνώστη. Ένας αναγνώστης που καταθέτει τις εμπειρίες του στο σώμα της λογοτεχνίας, που παραδέχεται πως δεν τον κέρδισε απο την αρχή, μα στο τέλος βρήκε εκείνο το μαγικό κουμπί που μόνο η τέχνη του λόγου μπορεί να αγγίξει μες στον ανθρώπινο νου και την καρδιά. Κι έτσι έγινε κι ο ίδιος κοινωνός της, αφοσιωμένος μαραθωνοδρόμος, παίκτης από τους εμπειρότερους στο παιχνίδι της. Έτσι κι αλλιώς, η λογοτεχνία είναι ένα ατελείωτο παιχνίδι ενηλίκων, και οι κανονισμοί βρίσκονται όλοι μέσα στο κείμενo αυτό.

Κι αν ένα βιβλίο σύμφωνα με τον Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, είναι καθρέφτης, τότε μέσα στο συγκεκριμένο όλοι θα βρούμε ψυχής κομμάτια μας. Αν η λογοτεχνία ήταν χέρι ζωγράφου θα διάλεγε τα ωραιότερα χρώματα για τον πίνακά της, αν ήταν σπόρος θα γεννούσε ένα σωρό ευωδιαστά παρτέρια σε κάθε γωνιά της γης, κι αν είχε φύλο και προσωπικότητα θα ήταν σίγουρα θηλυκό. Γυναίκα – πλανεύτρα, αέναος έρωτας και γοητεία ανεπανάληπτη κι απροσπέλαστη. Κι αφού όλα τούτα, κάνουν τη ζωή μας ομορφότερη, τότε γιατί να μη μπορεί η λογοτεχνία να τής δώσει νόημα κι υπόσταση σε έναν κόσμο ηθικά διαβρωμένο και πολιτισμικά ανοχύρωτο;

Στην έβδομη σελίδα, ο συγγραφέας παραθέτει τα λόγια του Φερνάντο Πεσσόα, «Η λογοτεχνία είναι μια απόδειξη ότι η πραγματικότητα δεν αρκεί.» Κι έτσι είναι τελικά, αν το καλοσκεφτούμε. Η λογοτεχνία προστατεύει δημιουργό κι αναγνώστη από αυτό το εφιαλτικό συναίσθημα της πλήξης που μπορεί να τους προσφέρει η πραγματικότητα στην οποία ζουν. Σίγουρα δε μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο οδυνηρό απο την ανθρώπινη πλήξη, αργός θάνατος με ανοιχτά μάτια, κοφτή αναπνοή και νωθρές μηχανικές κινήσεις. Η αφήγηση είναι αρκετά πράγματα αλλά πρώτα από όλα είναι η ικανότητα να δημιουργείς έναν κόσμο από την αρχή και μέσα από αυτόν να διορθώνεις τα κακώς κείμενα, μα και τον εαυτό σου. Επιπλέον είναι ένα είδος εξομολογητηρίου. Εκτίθεσαι στον αναγνώστη και τον υποχρεώνεις να εκτεθεί σε σένα. Ποιά πεζή κι ανάλγητη πραγματικότητα σού επιτρέπει να βγεις από το σώμα σου και να υιοθετήσεις ξένα πρόσωπα και συνήθειες, ξένες πατρίδες κι αναζητήσεις; Μόνο ο θεός της λογοτεχνίας είναι τόσο γενναιόδωρος με συγγραφέα κι αναγνώστη. Τους αφήνει εξίσου να στοχαστούν με τον τρόπο τους πάνω στα μείζονα ζητήματα της ζωής, να εξερευνήσουν τη ζωή την ίδια, τα όρια της γνώσης αν υπάρχουν όρια φυσικά, κι όπως αναφέρει ο κύριος Στεφανάκης χαρακτηριστικά, η λογοτεχνία σού μαθαίνει τρόπους. Σε μεταμορφώνει και σε κάνει λιγότερο σίγουρο για τον εαυτό σου, λιγότερο μελοδραματικό και κραυγαλέο κι ακόμα περισσότερο ευγενή, ευέλικτο κι ενσυνείδητο με την ίδια σου τη γλώσσα. Κοντολογίς, αυτό που πετυχαίνει η λογοτεχνία είναι να μάς δίνει απλόχερα μία δεύτερη ευκαιρία, που η ζωή μας αρνείται, να ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας.

Ο Φραντς Κάφκα αναφέρει κάπου πως τα βιβλία που έχουμε πραγματικά ανάγκη, είναι όσα πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας. Αυτό είναι σωστό, αφού δε χρειαζόμαστε πολλά βιβλία για να γίνουμε κομιστές πνεύματος και παιδείας, μα αυτά τα βιβλία μόνο που μιλούν στην ψυχή και την εξευγενίζουν, που ασκούν τις ελκτικές δυνάμεις τους στον αναγνώστη και ταυτόχρονα εμπνέουν κάθε ατίθαση ποιητική ψυχή να υπακούσει στις ανάγκες του χαρτιού και γεμίζοντάς το με κόσμους, τόπους, χαρακτήρες κι εποχές να λάβει το βάπτισμα του πυρός στην απέραντη κολυμβήθρα της λογοτεχνίας.

Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη δεν είναι παρά μία δοκιμή, η δική του δοκιμή για την ακρίβεια, να εξετάσει τη λογοτεχνία και τη γοητευτική της επίδραση πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο, στον κόσμο και τις επιδιώξεις κάθε εποχής. Πραγματεύεται με δεξιοτεχνία όλες της πτυχές της: το πώς γεννιέται ένα βιβλίο, πώς αναμένει ο δημιουργός του να ακούσει το πρώτο του κλάμα σα νεογέννητο μωρό, τα συνηθέστερα συγγραφικά αλλά και αναγνωστικά ατοπήματα, την εξέχουσα θέση της γυναίκας στη λογοτεχνία, το θάνατο, τον έρωτα, τα καλά και τα κακά παιδιά των μυθιστορημάτων, τη διαχρονικότητα των ομηρικών και των πλατωνικών έργων και τέλος, την υπέρτατη αξία της εμπειρίας του εκάστοτε συγγραφέα. Όλα αυτά κι άλλα πολλά αναφέρονται μέσα στο κείμενο του κι αν κάποιος ακόμη αμφιβάλλει για το πώς η λογοτεχνία μπορεί να του αλλάξει τη ζωή, η ανάγνωση του βιβλίου αυτού είναι σε θέση να πείσει και τους πιο δύσπιστους. Εξάλλου, θυμηθείτε πως ναι, η τεχνολογική ανάπτυξη κι η επιστήμη μπορούν να εμπλουτίσουν το νου. Η λογοτεχνία όμως είναι σε πλεονεκτικότερη θέση: μπορεί να εμπλουτίσει ολόκληρη την προσωπικότητα.
Αναστασία Δημητροπούλου

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...