Δημοσίευμα

Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου για το diastixo.gr

Η συνάντηση και συζήτηση με τον Δημήτρη Στεφανάκη, συγγραφέα με διακρίσεις όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό (Διεθνές Βραβείο Καβάφη Πεζογραφίας 2011, Prix Μéditerranée Étranger 2011), είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Διότι δεν περιοριστήκαμε στο βιβλίο αυτό καθεαυτό, στην κρίση, στις απώλειες, αλλά μιλήσαμε και για τους έρωτες τους ανεκπλήρωτους, πλην όμως μαγικούς... Η υπόθεση του Χορού των ψευδαισθήσεων εν ολίγοις: αναμνήσεις μιας παρέας φοιτητών – του προσγειωμένου Μάνου του αφηγητή, του ριψοκίνδυνου Αλεκίνου, του φιλόδοξου Στέργιου και μιας κοπέλας, της αινιγματικής Έλιας, τη δεκαετία του ’90 στο κέντρο της μικρής μας πόλης, όταν τα πάντα τόσο στα μάτια των πρωταγωνιστών της ιστορίας όσο και στα δικά μας, αλλά και μιας χώρας ολάκερης, φάνταζαν δυνατά, λαμπερά, διαφορετικά. Τα παιδιά βρίσκονται, χορεύουν αργεντίνικο τάνγκο, ερωτεύονται, παρασύρονται, ακολουθούν δικές τους πορείες, μεγαλώνουν, μέχρι που ένας εξ αυτών, ο Αλέξανδρος Σάντος, ο Αλεκίνος, έπειτα από μια ιλιγγιώδη οικονομική ανέλιξη και αντίστοιχη πτώση, βάζει τέλος στη ζωή του.
Αφήσατε πίσω σας τα ατμοσφαιρικά, ιστορικά μυθιστορήματα, τις Μέρες Αλεξάνδρειας, τηνΆρια, το Φιλμ Νουάρ, για να καταπιαστείτε με μια ιστορία σύγχρονη. Πώς κάνατε αυτή τη στροφή; Μήπως γιατί είχε έλθει η στιγμή να πείτε μια πιο προσωπική σας ιστορία;
Η αλήθεια είναι ότι περιπλανήθηκα αρκετά σε άλλες εποχές και τώρα, πλούσιος και ώριμος από αυτό το ταξίδι, νιώθω πως είμαι έτοιμος να συνομιλήσω με το σήμερα, φτιάχνοντας ιστορίες από ανθρώπους που μου είναι σίγουρα πιο οικείοι. Ήρθε μάλλον η ώρα να αφηγηθώ τη δική μου εκδοχή για τον κόσμο μας.
Ποιος από τους τρεις ήρωές σας έχει περισσότερα δικά σας στοιχεία; Ο αφηγητής Μάνος Πιερίδης, ίσως;
Ένας συγγραφέας καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να μην ταυτίζεται με τους ήρωές του. Αν με ρωτήσετε όμως ποιος θα ήθελα να είμαι, σίγουρα θα επέλεγα τον αφηγητή αυτού του βιβλίου. Πιστέψτε με, πάντως, πως τους χαρακτήρες των βιβλίων μου τους βρίσκω πιο γοητευτικούς και πιο ενδιαφέροντες από μένα.
 
Πιστεύω ακράδαντα πως όλοι μας είμαστε περισσότερο ρομαντικοί απ’ όσο δείχνουμε. Τα πρότυπα της εποχής δεν ευνοούν τις μεγάλες αγάπες. Όμως θα συμφωνήσετε κι εσείς πως στον έρωτα ό,τι χτίζουν τα χρόνια δεν το χτίζουν οι μέρες. Ξεχνάμε, επίσης, ότι οι άνθρωποι ερωτεύονται με πάθος γιατί το έχουν οι ίδιοι ανάγκη.
 
Αυτό το παιδί όμως, ο Μάνος, ένας ρομαντικός και ευαίσθητος επιμελητής εκδόσεων, παραμένει ανεκπλήρωτα και διά βίου ερωτευμένος με την ιδιόρρυθμη Έλια. Και αναρωτιέμαι: Μα υπάρχουν, αναπτύσσονται στις μέρες μας τέτοιες ευαίσθητες σχέσεις ή μόνο μέσα από την τέχνη θυμόμαστε ότι υπάρχει και αυτή η εκδοχή του έρωτα;
Πιστεύω ακράδαντα πως όλοι μας είμαστε περισσότερο ρομαντικοί απ’ όσο δείχνουμε. Τα πρότυπα της εποχής δεν ευνοούν τις μεγάλες αγάπες. Όμως θα συμφωνήσετε κι εσείς πως στον έρωτα ό,τι χτίζουν τα χρόνια δεν το χτίζουν οι μέρες. Ξεχνάμε, επίσης, ότι οι άνθρωποι ερωτεύονται με πάθος γιατί το έχουν οι ίδιοι ανάγκη.
Ένα από τα τρία παιδιά του βιβλίου σας, ο επιφανειακά αδίστακτος Αλεκίνος, «την κάνει» λιγάκι κινηματογραφικά πέφτοντας από το παράθυρο. Και ο πατέρας της σκληρής Έλιας σχολιάζει κυνικά: «Θέλει κότσια για να το κάνεις». Συμφωνείτε σε αυτό; Τελικά θέλει κότσια για ν’ αυτοκτονήσεις ή η απελπισία δίνει αυτή τη δύναμη στους αυτόχειρες;
Η αυτοκτονία στηρίζεται και αυτή με τη σειρά της σε κάποια ψευδαίσθηση. Ο αυτόχειρας νομίζει πως δίνει παράσταση, μετά το τέλος της οποίας θα βγει για να πάρει το χειροκρότημα. Αλήθεια, υπάρχει κάτι το θεατρικό στη στάση όσων επιλέγουν την εθελούσια έξοδο από τη ζωή και κανείς τους δεν αντιλαμβάνεται απόλυτα πως βαδίζει προς το οριστικό τέλος.
Διάβασα σε μια συνέντευξη και μου άρεσε: «Ως λαός είμαστε φτιαγμένοι από σκληρό μέταλλο». Γι’ αυτό ίσως και δεν πτοούμεθα, δεν λυγίζουμε, απλά καθήμενοι κάτω από την μπάρα περιμένουμε καλύτερες μέρες, έστω εξ ουρανού;
Δεν νομίζω ότι ο Έλληνας εφησυχάζει περιμένοντας απλά καλύτερες μέρες. Από την πρώτη στιγμή αυτής της απρόσμενης περιπέτειας, δίνουμε όλοι μας καθημερινά τη δική μας μάχη. Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να επιβιώσουμε και μέχρι τώρα τα καταφέρνουμε. Η Ιστορία έχει πράγματι αποδείξει ότι ως λαός είμαστε όντως φτιαγμένοι από σκληρό μέταλλο.
«”Δυο αριστοκρατίες υπάρχουν στη σημερινή Ελλάδα. Οι σπουδασμένοι στο εξωτερικό και οι γόνοι των αριστερών”, έλεγε συχνά η κυρία Παγώνα τηρώντας ενός λεπτού σιγή, όπως κάθε φορά που νόμιζε ότι ξεστόμιζε κάποια σοφία…» Έτσι έχουν τα πράγματα εν Ελλάδι της κρίσης, κ. Στεφανάκη;
Δεν έχω τίποτε με όσους σπούδασαν στο εξωτερικό ή με τους γόνους των αριστερών. Το αντίθετο, μάλιστα. Με ξενίζει ωστόσο ο επαρχιωτισμός του Έλληνα, η ξενομανία αλλά και ο νεποτισμός του. Στη χώρα μας δυστυχώς κάποια θέματα έχουν να κάνουν περισσότερο με τους τίτλους παρά με την ουσία…
Τελειώνοντας και τούτο το βιβλίο σας, τι σκέπτεστε; Να πάρετε ανάσες και να απολαύσετε το καλοκαίρι ή να ξεκινήσετε κάτι νέο;
Έχω από καιρό ξαναμπεί στην περιπέτεια της γραφής. Επιμελούμαι την επανέκδοση ενός παλιότερου βιβλίου μου από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, του Λέγε με Καΐρα, αλλά διακρίνω ήδη και τον ορίζοντα του καινούργιου μυθιστορήματος.
Και μια τελευταία ερώτηση: Η ιστορία σας αυτή, που πολλά θα θυμίσει στα παιδιά που μεγάλωσαν τη σχεδόν αθώα δεκαετία του ’90 στη μικρή μας πόλη (έστω και αν δεν χόρευαν λάτιν στα Εξάρχεια ή σε μονοκατοικίες στην Κυπριάδου), δεν θα μπορούσε να γίνει σενάριο για κινηματογραφική ταινία; Κι αν ναι, με τι μουσική υπόκρουση θα την ντύνατε;
Η κινηματογραφική μεταφορά ενός μυθιστορήματος είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό ενός αναγνώστη. Στην πραγματικότητα, εκείνος πρώτος το έχει σκηνοθετήσει διαβάζοντάς το. Ναι, Ο χορός των ψευδαισθήσεων θα μπορούσε να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη και για μουσική, φυσικά, μόνο λάτιν και αργεντίνικο τάνγκο.

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...