Για την Αλεξάνδρεια, την πόλη – μύθο [Μέρες Αλεξάνδρειας, Δημήτρης Στεφανάκης] - literature.gr
Μέρες Αλεξάνδρειας, Δημήτρης Στεφανάκης, Eκδόσεις Μεταίχμιο 2024 - Γράφει ο Νίκος Σαλτερής στο literature.gr
Το εμβληματικό, πολυδιαβασμένο διαχρονικά και βραβευμένο με το Prix Mediterranee Etranger (2011) μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη, Μέρες Αλεξάνδρειας, επανεκδόθηκε πρόσφατα σε εμπλουτισμένη του εκδοχή από το Μεταίχμιο, δεκαεπτά χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία στη χώρα μας (2007). Κλείνοντάς το ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως ο συγγραφέας δεν έχει τελειώσει ακόμα με τον πραγματικό ήρωα του βιβλίου του: την Αλεξάνδρεια. Την πόλη που στο φαντασιακό του μέσου καλλιεργημένου Έλληνα έχει προσλάβει διαστάσεις ενός (ακόμα) χαμένου παραδείσου. Τουλάχιστον όσο αφορά στο χρονικό διάστημα της ζωής της που εκτείνεται από τις αρχές του 20 αιώνα έως και τις εκτεταμένες εθνικοποιήσεις του Νάσερ, διάστημα που ταυτίζεται και με το χρόνο εξέλιξης της ιστορίας που μας διηγείται ο Στεφανάκης. Στη δημιουργία αυτού του μύθου συνέβαλαν αποφασιστικά η δυναμική ανάπτυξη και η ακμή της ελληνικής παροικίας στην πόλη σε συνθήκες έντονα πολυπολιτισμικές και ο «μύθος» της, όπως τον μετέφεραν οι Αιγυπτιώτες που επέστρεψαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του ‘60 , τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν «εντός των τειχών» της αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Αιγύπτου κυρίως κατά τον Β’ ΠΠ και επηρέασαν αποφασιστικά τις εξελίξεις στην Ελλάδα (π.χ. εγκατάσταση ελληνικής κυβέρνησης και στρατού στην Αίγυπτο κατά τον Β΄ΠΠ, ανταρσία στο ελληνικό στράτευμα) και, τέλος, η ποίηση του μέγιστου ποιητή μας Κωνσταντίνου Καβάφη. Αυτή μας μετέφερε με τον καλύτερο τρόπο το κλίμα και τον ερωτισμό της Αλεξάνδρειας, όπως συνέβη εν συνεχεία και με δυο πολυδιαβασμένα στη χώρα μας σπουδαία μυθιστορήματα. Πρόκειται, βέβαια, για την εμβληματική και με διεθνή ακτινοβολία τετραλογία του Λόρενς Ντάρελ, Αλεξανδρινό Κουαρτέτο, όπου αποτυπώθηκε μυθιστορηματικά το κλίμα της Αλεξάνδρειας (πολυπολιτισμικό), η ατμόσφαιρα (πολιτικές και οικονομικές ίντριγκες) και ο ερωτισμός της πόλης (στις ποικίλες εκφάνσεις του), καθώς και την τριλογία Ακυβέρνητες Πολιτείες, του δικού μας Στρατή Τσίρκα, μυθιστόρημα σαφώς επηρεασμένο από το έργο του Ντάρελ με ιδιαίτερη βαρύτητα στην εξέλιξη του ελληνικού μυθιστορήματος.
Στον χαρακτήρα της Αλεξάνδρειας ως πόλη – μύθο που έχουν αριστοτεχνικά περιγράψει όλα τα παραπάνω λογοτεχνικά έργα, προσιδιάζει ανάμεσα στα άλλα κι η αίσθηση της «αναμονής» που συνδέεται με τη συγκεκριμένη πόλη. Συνήθως οι λογοτεχνικοί τους ήρωες ατενίζοντας το πολυθρύλητο λιμάνι της, μεταξύ ενός αναστεναγμού και της αναπόλησης γεγονότων και προσώπων αναμένουν κάτι. Σαν να βρίσκονται στο μέσο μιας μεταβατικής κατάστασης, όπως κι η πόλη που ποτέ δεν ησυχάζει. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι και στο τέλος της εμπλουτισμένης εκδοχής του εξαιρετικά καλοκτισμένου βιβλίου του, ο Δημήτρης Στεφανάκης εγκαταλείπει την νεότερη των ηρώων των Ημερών Αλεξάνδρειας, τη Δάφνη Χάραμη, στο μέσο μιας διπλής Κρίσης: από τη μια, ο βαθύπλουτος καπνέμπορας πατέρας της, ο Κωστής Χάραμης, γιός του πατριάρχη της οικογένειας Αντώνη, μόλις έχει χάσει τη ζωή του εξαιτίας ενός καρδιακού επεισοδίου κι από την άλλη, το νασερικό καθεστώς εθνικοποιεί το σύνολο των εργοστασίων και επιχειρήσεων της οικογένειάς της. Έτσι, ο αναγνώστης, έχοντας προετοιμαστεί κατάλληλα από τον συγγραφέας στις 800 και πλέον σελίδες που έχουν προηγηθεί, εύλογα θα αναρωτηθεί: Αποτελεί το πρώτο γεγονός (αιφνίδιος θάνατος του Κωστή) αποτέλεσμα του δεύτερου (δήμευση περιουσίας) ή μήπως ο ήρωας του Στεφανάκη ασυναίσθητα κι υποσυνείδητα επεδίωξε να φτάσει στο τέλος του, ταυτόχρονα με το τέλος της χρυσής εποχής της Αλεξάνδρειας; Της πόλης που τόσο αγαπούσε ο ίδιος σ’ όλες τις εκδοχές της και μετά το 1956 παρακολουθεί να δύει μπρος τα μάτια του; Και, επιπλέον, τι θα σημάνει αυτή η διπλή απώλεια για την τελευταία απόγονο της μεγαλοαστικής οικογένειας των Χάραμη, των Ελλήνων καπνεμπόρων που τη ζωή τους στην Αλεξάνδρεια (και όχι μόνο) αποτύπωσε με έντονα κινηματογραφική γραφή ο Στεφανάκης, ισορροπώντας περίτεχνα μεταξύ fiction μυθιστορίας και πιστού στην εποχή, την πόλη και τις κουλτούρες της ντοκιματέρ;
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, Δημήτρης Στεφανάκης, σε συνέντευξή του στον Μάνο Λειβαδάρο (iefimerida 24.06.2024), αμέσως μετά την επανακυκλοφορία του βιβλίου του, δεν θα χρειαστεί να κάνουμε ακόμα πολύ υπομονή. Ως το τέλος του έτους, θα κυκλοφορήσει η συνέχεια του μυθιστορήματος Μέρες Αλεξάνδρειας, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και πάλι, με τον τίτλο «Πάντα η Αλεξάνδρεια». Θα ανακαλύψουμε στο νέο βιβλίο, αν η προτροπή της συνονόματης γιαγιάς της Δάφνης και συζύγου του Αντώνη Χάραμη, «Να πιστεύετε στον κληρονόμο», επαληθευτεί ή όχι; Δεν το ξέρουμε, αλλά ανυπομονούμε να το διαπιστώσουμε.
Βέβαια, όσο περίτεχνα κι αν ολοκληρώνεται ένα μυθιστόρημα για να αποζητήσει ο αναγνώστης τη συνέχειά του, πρέπει η ιστορία που έχει προηγηθεί να τον μετέφερε σ’ έναν ολοκληρωμένο και καλοχτισμένο συγγραφικά κόσμο. Ένα Κόσμο όπου ζωές ανθρώπων και σημαντικά γεγονότα αλληλοδιαπλέκονται έντεχνα, κατορθώνοντας όχι μόνο να του κεντρίσουν το ενδιαφέρον, αλλά να τροφοδοτήσουν τη φαντασία του σε τέτοιο βαθμό ώστε κι ο ίδιος να συμμετέχει από ένα σημείο και μετά ως πρόσωπο «οιονεί παρόν» στην ιστορία που του διηγείται ο συγγραφέας. Αυτό ακριβώς κατόρθωσε να πετύχει ο Δημήτρης Στεφανάκης στις Μέρες Αλεξάνδρειας. Έχοντας ως υπόδειγμα την κλασική λογοτεχνία και κυρίως τη γαλλική σχολή έχτισε πολύ προσεκτικά και πάνω σε μια ιδιαίτερα έξυπνη δομή, ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, μια πολυσέλιδη οικογενειακή saga, κάτι που σπανίζει στη σύγχρονη ελληνική, μυθιστορία, ένα μυθιστόρημα που δομικά βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την πόλη – σκηνικό του, την Αλεξάνδρεια. Ένα πολυπρόσωπο και «πολύγλωσσο» μυθιστόρημα, όπου κυριαρχεί εκτός από την ελληνική η γαλλική γλώσσα, ως η lingua franca της τότε εποχής. Ένα μυθιστόρημα που κατορθώνει μέσα από τους ήρωες και την εξέλιξη της δράσης τους να αποτυπώσει την ανθρώπινη «ποικιλοχρωμία» της πόλης, τις μεγάλες αντιθέσεις και αντιφάσεις της, αλλά και τις ιδεολογίες και τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, που μπορεί να διαφεύγουν, βέβαια, από τα στενά όριά της, αλλά επηρεάζουν ποικιλότροπα τη ζωή αυτής και των ηρώων του Στεφανάκη.
Ποιοι είναι, λοιπόν, οι βασικοί ήρωες του συγγραφέα που πάνω στις ζωές τους οικοδομείται η διήγησή του: Πρόκειται επί της ουσίας για μια «αγία τριάδα». Πρώτος τη τάξει ανάμεσά τους ο καπνοβιομήχανος Αντώνης Χάραμης. Ο πατριάρχης της οικογένειας, το αυτοδημιούργητο ορφανό, που ως πετυχημένος πλέον αστός θα παντρευτεί τη Δάφνη, μέλος κατεστραμμένης οικονομικά οικογένειας της ελληνικής αριστοκρατικής της Αλεξάνδρειας, λαμβάνοντας έτσι το πλήρες «εισιτήριο» (πλούτος/καταγωγή εξ αγχιστείας) ώστε να εισέλθει ως διακριτό μέλος στην ανερχόμενη την εποχή εκείνη επιχειρηματική τάξη Ελλήνων της προόδου, ως φανατικός Βενιζελικός. Μια τάξη που άνθισε τόσο στην μητρόπολη όσο και στις ακμάζουσες ελληνικές παροικίες (π.χ. Μασσαλία, Αλεξάνδρεια, Κάιρο). Ο Αντώνης Χάραμης, στην εξέλιξη της ιστορίας θα παραχωρήσει τη θέση του στον πρωτότοκο γιο του Κωστή. Αυτό το «ενιαίο» πρόσωπο πατέρα- γιού, που αποτυπώνει μυθιστορηματικά τη συνέχεια και ταυτόχρονα την αλλαγή και εξέλιξη, συμβολίζει και αποτυπώνει παράλληλα τον οικονομικό – εμπορικό χαρακτήρα της πόλης, τις συνήθειες και τον τρόπο συγκρότησης της ελληνικής αριστοκρατίας της διασποράς που πραγματώνει ένα είδος «μεσογειακού» αμερικάνικου ονείρου επιτυχίας κάθε φτωχού μετανάστη στα τέλη του 19ου στις αρχές του 20ου αιώνα, πριν οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι γνωρίσουν στην Ανθρωπότητα την απελπισία. Βέβαια, σ’ αυτό που οφείλει ο Αντώνης Χάραμης την κοινωνική και οικονομική του εκτίναξη δεν είναι τίποτα άλλο από την εργατικότητά του και την επιχειρηματική του ιδιοφυία, καθώς και το γεγονός ότι γνωρίζει πώς θα ελίσσεται σε ένα σύνθετο κοινωνικά και πολιτικά περιβάλλον, όπως αυτό της Αλεξάνδρειας των αρχών του 20ου αιώνα. Το γεγονός ότι ο Στεφανάκης τον σχεδιάζει και ως Βενιζελικό του δίνει την ευκαιρία να σκιαγραφήσει το πολιτικό κλίμα της εποχής και τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας. Δίπλα του, δεύτερος τη τάξει, ο «Λιβανέζος» Ελίας Χούρι. Πρόκειται για τον επιστήθιο φίλο του Αντώνη και κατά κάποιον τρόπο «συνεργάτης» του, που θα τον «κληρονομήσει» μαζί με τις επιχειρήσεις του πατέρα του ο Κωστής. Ο Ελίας αποτελεί το πρόσωπο «κλειδί» για τις κάθε είδους διασυνδέσεις. Αυτός συστήνει στον Αντώνη σημαντικά πρόσωπα των άλλων κοινοτήτων της πόλης και ιδιαίτερα μέλη της Βρετανικής γραφειοκρατίας που την διοικεί. Είναι ένας κομψός, πλήρως εξευρωπαϊσμένος Ανατολίτης που οι απροσδιόριστες επαγγελματικές του δραστηριότητας και οι σχέσεις του με τις Αγγλικές μυστικές υπηρεσίες δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ επειδή συνδυάζονται με τον αναδυόμενο Αραβικό εθνικισμό, που ο ίδιος ασπάζεται. Ο «Λιβανέζος» αποτυπώνει με τη σειρά του το πολυπολιτισμικό, μεταπρατικό και «μυστηριακό» χαρακτήρα της πόλης, καθώς και ένα μεγάλο μέρος του «αποδεκτού» ερωτισμού της. Η εμπλοκή του με τη Βρετανική Μυστική υπηρεσία δεν αποτελεί παρά επιστέγασμα του χαρακτήρα και των δραστηριοτήτων του, όπως τον ζωγραφίζει ο συγγραφέας, δίνοντας επιπλέον ευκαιρίες στην διήγηση και πλοκή του μυθιστορήματός του. Το τρίτο βασικό πρόσωπο της «αγίας τριάδας» του Στεφανάκη είναι η Γαλλοελβετίδα Υβέτ Σαντόν. To επίθετό της παραπέμπει ηχητικά στα στολίδια της γαλλικής Χριστουγεννιάτικης φάτνης της Προβηγκίας, ενώ κι η ίδια δεν αποτελεί, αρχικά τουλάχιστον, παρά ένα ακόμα «στολίδι», μια καλλονή με διπλό ρόλο: ομορφαίνει τα αστικά σαλόνια και προσφέρει εκλεκτές, σεξουαλικές απολαύσεις. Σ’ όσους, βέβαια, διαθέτουν την οικονομική επιφάνεια για να αγορά τους. Η Υβέτ φτάνει στην Αλεξάνδρεια ως ερωμένη του Ελίας. Στην ουσία δεν είναι παρά μια από τις εκατοντάδες ευρωπαίες καλλονές που εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις – και η Αλεξάνδρεια κατά μια εκδοχή τότε ήταν μια «ευρωπαϊκή» πόλη -, ως ερωμένες βαθύπλουτων αντρών, μετρέσες πολυτελείας, που συχνά μετεξελισσόταν και σε ιδιοκτήτριες πολυτελών οίκων ανοχής, όπως συμβαίνει και με την Υβέτ. Επιπλέον και ιδιαίτερα σημαντικό: η Υβέτ μισεί την Τέχνη και τους Καλλιτέχνες, όπως μισεί και τον ζωγράφο πατέρας της, που εγκατέλειψε πολύ νωρίς αυτή και την μητέρα της. Αγαπάει, όμως, την τρυφερή σάρκα των νεαρών κοριτσιών, ίσως σε αντίστιξη με τη αντρική σκληρότητα, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη από την παιδική της ηλικίας. Ο τρόπος ζωής της και το γεγονός ότι είναι αμφιφυλόφιλη παραπέμπει και αποτυπώνει ταυτόχρονα τον πλέον «πολύπλοκο» ερωτικό χαρακτήρα της πόλης, όπου όλα επιτρέπονται και όλα προσφέρονται ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες και την εξουσία που διαθέτει κάποιος. Βέβαια, ο Ελίας, θα την πλασάρει εξ αρχής και ιδιαίτερα έντεχνα στον Αντώνη ως μέρος του ευρύτερου σχεδίου του να διατηρεί πάντα τον έλεγχο του φίλου του. Με δυο λόγια, ο Ελίας με τη σειρά του δεν είναι παρά ένας « maquereau», λέξη που στα επίσημα γαλλικά σημαίνει «σκουμπρί» αλλά στην αργκό της γλώσσας δηλώνει τον προαγωγό. Ο Ελίας είναι ένας προαγωγός πολυτελείας, κατάσκοπός και μεταπράτης οτιδήποτε αγοράζεται και πουλιέται, ένα πρόσωπο που δεν διστάζει μπρος σε τίποτα.
Γύρω από τον ήλιο των τριών βασικών ηρώων του Στεφανάκη, περιστρέφονται μια σειρά πρόσωπα ως πλανήτες ή και διερχόμενοι κομήτες που επιτρέπουν στον συγγραφέα όχι μόνο να ολοκληρώσει την περιγραφή της πόλης και του χαρακτήρα της, αλλά και να «ανοίξει» τη διήγησή του προς το ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της εποχής. Έτσι, γύρω από τον Ελίας και την Υβέτ κινούνται μέλη της αιγυπτιακής γραφειοκρατίας και αριστοκρατίας, σημαίνοντα μέλη της Βρετανικής ιεραρχίας στην πόλη, αλλά και οι απαραίτητες «εισαγωγές» κοριτσιών για το maison de tolerance (οίκος ανοχής) του Ελίας και της Υβέτ. Όπου ικανοποιούνται όλες οι «ανάγκες» αλλά και τα παράξενα βίτσια των πελατών τους, ενώ την ίδια ώρα τα κορίτσια του «ψαρεύουν» μυστικά χρήσιμα στους Εγγλέζους. Γύρω από τον Αντώνη- Κωστή κινείται το σμήνος των Ελλήνων της διασποράς. Είναι κυρίως φίλοι ή και συγγενείς τους, που με διάφορους τρόπους εμπλέκονται στη ζωή τους και τις επιχειρήσεις τους κι αποτελούν γι’ αυτούς πηγή συνεχών προβλημάτων (π.χ. ο αδελφός της γυναίκας του Αντώνη, ο δικηγόρος τους, ο νόθος γιός του που «κληρονομεί» ως πρόβλημα κι ο Κωστής). Όλα αυτά τα πρόσωπα και οι περιπέτειες του βίου τους, δίνουν τη δυνατότητα στον Στεφανάκη όχι όνο να μας περιγράψει ανάγλυφα την πραγματική, κοινωνική δομή της ελληνικής παροικίας και όλο το φάσμα των ανθρώπων της, αλλά και να αποδομήσει το στερεότυπο του πάντα επιτυχημένου και πλούσιου Αιγυπτιώτη, αφαιρώντας και πολύ σωστά από το μυθιστόρημά του την παγίδα της νοσταλγίας του χαμένου παραδείσου, στάση πολύ διαδεδομένη σε όσους έχουν πρωτογενή συναισθηματική εμπλοκή με την Αλεξάνδρεια, αλλά καθόλου χρήσιμη για ένα μυθιστόρημα αξιώσεων, όπως οι Μέρες Αλεξάνδρειας του Στεφανάκη.
Τέλος και ιδιαίτερα σημαντικό τόσο για τους χαρακτήρες όσο και για τη δομή της διήγησης και το αίσθημα του «τι θα συμβεί στη συνέχεια» – που όπως σημειώνει η Μάργκαρετ Άτγουντ αποτελεί αναγκαίο συστατικό της καλής μυθιστορίας που απευθύνεται σε πλατύ κοινό και όχι σε κάποιους δήθεν «μύστες» του λογοτεχνικού λόγου – σημαντικά για το μυθιστόρημα σε όλες του τις διαστάσεις είναι τα πρόσωπα των δυο γιων του Αντώνη Χάραμη και της ξεπεσμένης οικονομικά, αριστοκράτισσας γυναίκας του Δάφνης, που τη διακρίνει η επιδειξιομανή του πλούτου (του αυτοδημιούργητου συζύγου της βέβαια) και η αριστοκρατική πλήξη που της «υπαγορεύει» την κλεπτομανία της. Ο μεγάλος γιος και πρακτικά μοναδικός κληρονόμος, ο Κωστής που θα συνεχίσει τις επιχειρήσεις της οικογένειας, είναι από μικρό παιδί «λαϊκός τύπος». Ανακαλύπτει την «πίσω πόρτα» της βίλας τους και τον κόσμο που ανοίγεται μετά απ’ αυτήν. Τις λαϊκές γειτονίες της πόλης, τις οκέλες, τους ανθρώπους της, τα νεαρά τρυφερά κορίτσια της που πουλάνε την αγνότητά τους, βίτσιο που θα τον ακολουθήσει μέχρι τον θάνατό του, τις μυρωδιές της, τους ήχους της. Έτσι θα ζυμωθεί με το ανθεκτικό, λαϊκό «DNA», που διάκρινε και τον πατέρα του, συνεπώς και με την «ανθεκτικότητα» που διακρίνει τους λαϊκούς ανθρώπους. Ο αδελφός του ο Μάχος, ωραίος ως Απόλλωνας και ομοφυλόφιλος από παιδί, είναι πιο κοντά στην οικογένεια της Δάφνης. Έτσι, όταν κι οι δυο γιοί του Αντώνη θα εξοριστούν από τον πατέρα τους, που δεν επιθυμεί τα κοινωνικά «σκάνδαλα» στη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο πρώτος γιατί γίνεται ο εραστής μιας παντρεμένης Κόπτισας, γυναίκας συνεργάτη του Αντώνη κι ο δεύτερος γιατί νεαρός έφηβος ακόμα «συχνάζει» ήδη στα γνωστά στέκια ομοφυλόφιλων της πόλης. Το εύρημα του συγγραφέα να εξορίσει ο Αντώνης τους γιούς του στη Γερμανία, αντί του αναμενόμενου λόγω κουλτούρας της οικογένειας Παρισιού, είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού η εκεί ζωή τους θα σταθεί αφορμή για να αποτυπωθεί το ευρύτερο κλίμα της εποχής: φασισμός, κομμουνισμός ένας πόλεμος που διαφαίνεται ότι έρχεται λίγα χρόνια μετά τον Μεγάλο Πόλεμο που μόλις τέλειωσε (1918). Τον αστερισμό σημαντικών προσώπων που τροφοδοτούν τη διήγηση του Στεφανάκη είναι το πρόσωπο της γυναίκας του Κωστή, ενός πανέμορφου μοντέλου της Σανέλ με Ολλανδοεβραϊκή καταγωγή, που δίνει στον συγγραφέα την ευκαιρία να κλείσει την περιγραφή του ευρύτερου περίγυρου της Αλεξάνδρειας με αναφορές στον αγώνα των Εβραίων να αποκτήσουν πατρίδα.
Το μυθιστόρημα του Στεφανάκη δεν εξαντλείται, βέβαια, σ’ ένα αναγνωστικό σημείωμα όσο εκτεταμένο κι αν είναι αυτό. Για να το πούμε με τον πιο καθαρό τρόπο. Το μυθιστόρημα του Στεφανάκη αποτελεί «εγχειρίδιο» που θα πρέπει να διδάσκεται υποχρεωτικά σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής πανεπιστημιακού επιπέδου, γιατί η δομή και το κτίσιμό του έχει πολλά να μάθει στους επίδοξους συγγραφείς, πέρα από την αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει. Ή σωστότερα προσφέρει αναγνωστική απόλαυση, γιατί πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλοδουλεμένο έργο, με πληρότητα χαρακτήρων που περιγράφει μια μυθική εποχή, εποχή που προσφέρει γεγονότα και πάθη άξια να απασχολήσουν τη λογοτεχνική γραφίδα. Θα ήταν παράλειψη να μην διαβαστεί από όλους τους φίλους της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα η εμπλουτισμένη εκδοχή του, που μας προετοιμάζει για την υποδοχή του νέου του βιβλίου του συγγραφέα, Πάντα η Αλεξάνδρεια.
ΠΗΓΗ: https://www.literature.gr/meres-alexandreias-dimitris-stefanakis-ekdoseis-metaichmio-2024/
Περισσότερα για το μυθιστόρημα «Μέρες Αλεξάνδρειας» ΕΔΩ
Comments - Σχόλια