Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης μάς ταξιδεύει στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια των αρχών του 20ού αιώνα - iefimerida.gr
Συνέντευξη στον Μάνο Λειβαδάρο - iefimerida.gr
Από τον ΜΑΝΟ ΛΕΙΒΑΔΑΡΟ.
Πώς ήταν η ζωή στη θρυλική, κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια των αρχών του 20ού αιώνα; Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης μιλάει στο iefimerida για τη θρυλική πόλη εκείνης της εποχής, με αφορμή την εμπλουτισμένη επανέκδοση του απολαυστικού του μυθιστορήματος «Μέρες Αλεξάνδρειας».
Αυτή την εβδομάδα κυκλοφόρησε, από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, η πρώτη εμπλουτισμένη έκδοση του βραβευμένου και πολυδιαβασμένου μυθιστορήματος «Μέρες Αλεξάνδρειας», ενώ στα τέλη του 2024 αναμένεται να κυκλοφορήσει και η συνέχεια του βιβλίου, με τίτλο «Πάντα η Αλεξάνδρεια». Ο πολυδιαβασμένος συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης με αυτό το χορταστικό μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2007 από τις Εκδόσεις Πατάκη (και αργότερα από τις Εκδόσεις Ψυχογιός) και έγινε αμέσως εκδοτικό φαινόμενο με μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων στα γαλλικά, ισπανικά, αραβικά, βουλγαρικά κ.ά., απέσπασε δύο σημαντικά βραβεία: το Μεσογειακό Βραβείο Λογοτεχνίας 2011 και το Διεθνές Βραβείο Καβάφη την ίδια χρονιά.
Στο βιβλίο που ο Έλληνας αναγνώστης σε λίγες ημέρες θα μπορεί να διαβάσει σε μια εμπλουτισμένη εκδοχή, ο Δημήτρης Στεφανάκης αφηγείται την πολυτάραχη ιστορία μιας ελληνικής οικογένειας καπνοβιομηχάνων, η οποία έζησε την Αλεξάνδρεια στη μεγάλη ακμή της, στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν η πόλη βρισκόταν κάτω από τη σφαίρα επιρροής των Βρετανών. Προτού διαβάσουμε ξανά το πολυαγαπημένο αυτό βιβλίο, ζητήσαμε στον συγγραφέα του να μοιραστεί με τους αναγνώστες του iefimerida όλα εκείνα τα στοιχεία που συνέβαλαν στον μύθο αυτής της μαγικής πόλης του Καβάφη, του Τσίρκα και του Λόρενς Ντάρελ, την οποία αγάπησε η λογοτεχνία όσο καμία.
Ποια είναι η σχέση σας με την Αλεξάνδρεια και ποια ήταν τα στοιχεία που σας γοήτευσαν τόσο για να γράψετε ένα απολαυστικό μυθιστόρημα όπως το «Μέρες Αλεξάνδρειας»;
Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα συχνά τον πατέρα μου και τους θείους μου να αναφέρουν την Αλεξάνδρεια στις αφηγήσεις τους από τον Μεσοπόλεμο και τη γερμανική Κατοχή στη Νότια Κρήτη. Η λέξη από μόνη της έμοιαζε σαν μια διέξοδος πέρα από τα όρια της φαντασίας. Η καβαφική ποίηση ενίσχυσε μέσα μου τη γοητεία της Αλεξάνδρειας. Ύστερα ήρθε η στιγμή να μεταφράσω τη μυθιστορηματική βιογραφία της πόλης από τον Μάικλ Χάαγκ, για λογαριασμό των Εκδόσεων Ωκεανίδα. Ήταν κάτι σαν αποκάλυψη, αν σκεφτεί κανείς πως την ίδια εποχή αναζητούσα ένα αστικό φόντο για να γράψω ένα κλασικό μυθιστόρημα σύμφωνα με τη γαλλική σχολή. Η αρχική απόπειρα ήταν ένα πρόπλασμα εξήντα σελίδων Α4, που απορρίφθηκαν άρδην από τη Λουίζα Ζαούση, την πρώτη μου εκδότρια. Ήταν φανερό πως έπρεπε να δουλέψω πιο σκληρά, να συγκεντρώσω περισσότερα στοιχεία, να δημιουργήσω πιο πειστικούς ήρωες. Ήξερα τον τρόπο, χρειαζόμουν πολύ περισσότερο χρόνο.
Τι έχει απομείνει σήμερα από εκείνη τη μυθιστορηματική, κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια των αρχών του 20ού αιώνα;
Ελάχιστα πράγματα έχουν απομείνει. Στην Αλεξάνδρεια πρωτοπήγα την άνοιξη του 2005, θέλοντας να πάρω λίγη από την αύρα της παλιάς μητρόπολης. Τότε ακόμα υπήρχε κάτι από τη μεσοπολεμική Αλεξάνδρεια. Το οσμιζόσουν στην ατμόσφαιρα. Επισκέφθηκα, για παράδειγμα, το περίφημο Γκραν Τριανόν, που δέσποζε στον σταθμό Ραμλίου με θέα στη θάλασσα. Διασώζονταν κάποια ίχνη χλιδής.
Καταλάβαινες τουλάχιστον ότι το μέρος αυτό συναγωνιζόταν κάποτε τα πολυτελή καφέ και εστιατόρια των ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2011, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου της Γαλλίας διοργάνωσε εκδηλώσεις σε Κάιρο και Αλεξάνδρεια με αφορμή τη γαλλική έκδοση του βιβλίου μου. Όταν ξαναπήγα στο Τριανόν με τη Γαλλίδα εκδότρια Βιβιάν Αμύ, ήταν σαν να μπαίναμε ξαφνικά σε κοτέτσι. Την τελευταία φορά που κατέβηκα ξανά με την ελληνική αποστολή για τα «Καβάφεια», η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. Τα πολυτελή ξενοδοχεία γερασμένα, κτίρια εγκαταλελειμμένα, επαύλεις-φαντάσματα. Η Αλεξάνδρεια του κοσμοπολιτισμού άφαντη!
Η ζωή στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια των αρχών του 20ού αιώνα
Αν σας ζητούσαμε να μας ξεναγήσετε σε εκείνη την εποχή, σε ποια μέρη της που υπήρξαν αληθινά θα μας ταξιδεύατε; Ποια ήταν τα εμβληματικά κτίρια, μαγαζιά, στέκια εκείνης της εποχής;
Το μυθιστόρημα ξεκινά, αν θυμάστε, στην μπυραρία του Ντανιέλε, που είναι ένα φανταστικό μέρος. Το Γκραν Τριανόν, όμως, στο οποίο γίνονται κάποιες συναντήσεις, όπως και το Μποντρό στην οδό Φουάντ, απέναντι από τη λέσχη Μοχάμετ Άλι, είναι δύο από τα πιο εμβληματικά στέκια της Αλεξάνδρειας. Στο Elite η ιδιοκτήτρια, η κυρία Χριστίνα, ήταν κολλητή του Καβάφη, το Délices ήταν ένα καλό ζαχαροπλαστείο. Στου Αθηναίου διοργάνωναν κυριακάτικα ματινέ και thés dansantes.
Ο Ελληνικός Ναυτικός Όμιλος, στο Ανφούσι, απέναντι από το Κάιτ Μπέη, διαθέτει ακόμα και σήμερα ένα καλό εστιατόριο, για να φάει κανείς με ασφάλεια. Το ίδιο αξιόπιστο παραμένει το ξακουστό εστιατόριο «Σάντα Λουτσία», όπου γράφτηκε η διεθνής επιτυχία «Αχ! Μουσταφά». Στο Σπόρτινγκ Κλαμπ, αυτόν τον πολυχώρο που στέγαζε ιππόδρομο, γήπεδα και εντευκτήρια, σύχναζε όλη η αριστοκρατία των ξένων αλλά και των Αιγυπτίων. Προσθέστε τα αχανή σχολεία, τα κτίρια της πλατείας Μοχάμετ Άλι και τις οκέλες (πολυκατοικίες) κομψοτεχνήματα των κεντρικών οδών, και έχετε μια περιγραφή της κοσμοπολίτισσας Αλεξάνδρειας.
Τι θυμάστε από τη δική σας καθημερινότητα την εποχή που γράφατε το «Μέρες Αλεξάνδρειας»;
Πρέπει να ομολογήσω ότι η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος μου προκαλούσε εξαρχής αμηχανία. Αναγνώριζα ίσως ότι είχα να κάνω με ένα βιβλίο που θα έβγαινε από τα όρια του δικού μου έργου, αποκτώντας μες στα χρόνια μια αυτόνομη φήμη. Οι «Μέρες Αλεξάνδρειας» ανήκουν σε εκείνα τα βιβλία που, ανεξάρτητα από τη λογοτεχνική τους αξία, μικρή ή μεγάλη, γίνονται κοινός παρονομαστής για τα λογοτεχνικά δρώμενα μιας εποχής. Μετά την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα προσπάθησα πολύ για να βρω έναν δρόμο προς τη μυθοπλασία. Διάβασα βιβλία, συναντήθηκα με ανθρώπους, έπλασα χαρακτήρες και επεισόδια, αλλά τίποτε δεν θα είχε γίνει αν δεν επινοούσα τρία πρόσωπα: τον Αντώνη Χάραμη, τον Ελιάς Χούρι και την Υβέτ Σαντόν. Ταυτόχρονα, είχα την τύχη να συναντήσω τον Αλεξανδρινό μουσικοσυνθέτη Νικήτα Βοστάνη. Ο Νικήτας έγινε ο οδηγός μου, ένας άλλος Βιργίλιος στη Δαντική Κόλαση της μυθικής Αλεξάνδρειας. Η συμβολή του είναι κάτι περισσότερο από πολύτιμη. Θυμάμαι τις συναντήσεις μας στα εξαρχειώτικα καφέ δύο ολόκληρα χρόνια, από το 2005 μέχρι το 2007, πόσα μου δίδαξε για την πόλη του, πόσους μύθους κατέλυσε και πόσους επιβεβαίωσε. Θυμάμαι τα μοναχικά ταξίδια μου τόσο στην Αίγυπτο όσο και στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Μια φορά στην Αλεξάνδρεια παραλίγο να με βάλουν φυλακή, γιατί φωτογράφιζα επαύλεις στο Καρτιέ Γκρεκ αγνοώντας ότι στέγαζαν πλέον κυβερνητικά κτίρια. Η επίσκεψή μου στην ανακαινισμένη έπαυλη του Σαλβάγου ήταν μια αποκαλυπτική εμπειρία. Κάπως έτσι έστησα τη βίλα των Χαράμηδων. Το Σέσιλ και το Γουίνσορ, τα παλιά διάσημα ξενοδοχεία, σκονισμένα και γερασμένα, είχαν ακόμα κάτι από τον απόηχο μιας μαγικής εποχής. Τις προάλλες σε μια μεγάλη παρέα άκουσα κάποιους να μιλούν για τις «Μέρες Αλεξάνδρειας» χωρίς να γνωρίζουν πως είμαι εγώ ο συγγραφέας. Πέρα από την προσωπική ικανοποίηση, ένιωσα ξανά αυτή την αμηχανία για την οποία σας μίλησα στην αρχή.
Αν οι «Μέρες Αλεξάνδρειας» μεταφέρονταν στον κινηματογράφο, ποιο θα ήταν το ιδανικό soundtrack για το βιβλίο; Ποια μουσική, ποια τραγούδια θα μπορούσαν να ταιριάξουν ιδανικά με το βιβλίο σας;
Δεν σας κρύβω ότι περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο μου, οι «Μέρες Αλεξάνδρειας» γράφτηκαν σαν να επρόκειτο ήδη για κινηματογραφική ταινία. Τον καιρό εκείνο άκουγα συνέχεια το Impromptu αρ. 3 του Σούμπερτ για πιάνο από τον μεγάλο Γκόροβιτς. Αυτός ο παφλασμός της μελωδίας με πήγαινε στα αιώνια κύματα που πολιορκούν την ακτογραμμή της Αλεξάνδρειας. Κάτι τέτοιο νομίζω πως θα ταίριαζε απόλυτα στο κοσμοπολίτικο τίμπρο του μυθιστορήματός μου. Έκτοτε ακούω συχνά πράγματα που με πάνε στο βιβλίο, όπως το ορχηστρικό «Εκεί στο Σάτμπι» του φίλου μου του Νικήτα, ή το «Beirut» του Ιμπραήμ Μααλούφ, που, παρότι γραμμένο για μια άλλη κοσμοπολίτισσα της Μεσογείου, θα ταίριαζε γάντι και στη δική μου Αλεξάνδρεια.
Η λογοτεχνία και η ιστορική έρευνα
Ποια είναι τα βιβλία, τα ιστορικά γεγονότα, οι ιστορίες που σας βοήθησαν να συνθέσετε το δικό σας μυθιστόρημα; Μιλήστε μας για την έρευνα και τις αναζητήσεις που κάνατε πριν γράψετε το βιβλίο;
Η φαντασία του ανθρώπου σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αρκεί. Υπήρξε το θεμέλιο ξεκινώντας από μυθιστορήματα όπως το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» και οι «Ακυβέρνητες πολιτείες». Χρειάστηκε να διαβάσω ούτε κι εγώ ξέρω πόσα βιβλία, να δω πόσες ταινίες και ντοκιμαντέρ αναζητώντας καμιά φορά τα πιο απίθανα πρόσωπα και πράγματα, όπως έναν Άγγλο ναύαρχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ονόματι Κάνινγκαμ. Τον βρήκα, θυμάμαι, κάποια στιγμή σ’ ένα ντοκιμαντέρ. Ήταν ένας ψιλόλιγνος άντρας με πεταχτά δόντια που γελούσε συνέχεια. Τον περιέγραψα με μεγάλη ακρίβεια και χάρηκα για αυτό. Χρειάστηκε, επίσης, να κατέβω πολλές φορές στο Καπνοκοπτήριο στη Λένορμαν για να συμβουλευτώ παλιά φύλλα του αλεξανδρινού «Ταχυδρόμου». Φυσικά, πολυτιμότερη πηγή παραμένουν οι μαρτυρίες των ζωντανών ανθρώπων.
Τι ακριβώς συνέβη από τη στιγμή που εκδόθηκε για πρώτη φορά το βιβλίο;
Κατ' αρχάς να σας πω ότι η έκδοσή του σήμανε και την αλλαγή εκδότη. Μέχρι τότε είχα δημοσιεύσει τρία μυθιστορήματα, αλλά ήμουν γνωστός περισσότερο ως μεταφραστής. Με τις «Μέρες Αλεξάνδρειας» εγκαινίασα τη συνεργασία μου με τις Εκδόσεις Πατάκη. Όλα αυτά έγιναν το μακρινό πια 2007. Το βιβλίο έκανε αμέσως επιτυχία στην Ελλάδα, αλλά πιο εντυπωσιακός είναι ο τρόπος με τον οποίο βγήκε στο εξωτερικό. Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του 2009 η Γαλλίδα εκδότρια Βιβιάν Αμύ αποφάσισε να αγοράσει τα δικαιώματα χωρίς να διαβάσει ούτε μία αράδα. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στη Γαλλία αρχές του 2011 και έθεσε αμέσως υποψηφιότητα για το Prix Mediterranee Etranger.
Στην τελική ευθεία αντιμετώπισα τον διάσημο Χαβιέρ Θέρκας. Έμαθα αργότερα τι του είχε πει η εκδότριά του: «Έχεις απέναντί σου έναν άσημο Έλληνα συγγραφέα. Ούτε στη χώρα του δεν τον ξέρουν». Η ανακοίνωση του βραβείου έγινε στο Μέγαρο Μαρινί της Γαλλικής Δημοκρατίας, μια βροχερή μέρα του Ιουνίου. Η εκδότρια του Θέρκας ήταν εκεί, αλλά, μόλις με είδε να καταφθάνω με τη Βιβιάν Αμύ, κατάλαβε ότι έχασε και έφυγε. Ακολούθησε η υποψηφιότητα για το Prix du Livre Europeen και το Διεθνές Βραβείο Καβάφη 2011.
Στο σπίτι του Καβάφη απήγγειλα την «Πόλη» στα ελληνικά ανάμεσα σε τριάντα δύο απαγγελίες σε άλλες γλώσσες. Στην Ισπανία το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ, μεταφράστηκε στα αραβικά και στα βουλγαρικά, ενώ αναμένονται σύντομα κι άλλες μεταφράσεις.
Η αλήθεια πίσω από το μυθιστόρημα
Υπάρχουν αληθινά πρόσωπα ή γεγονότα ή κάποια ψήγματα αλήθειας πίσω από τα πρόσωπα και τα γεγονότα που αφηγείστε στο βιβλίο;
Η οικογένεια των καπνοβιομηχάνων συμπυκνώνει μέσα της τη μυθολογία των Ελλήνων μεγιστάνων της Αλεξάνδρειας. Η οικογενειακή ιστορία του Νικήτα Βοστάνη, επίσης, περνά μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος και ένας ήρωας έχει το όνομά του. Χαρακτήρες, όπως ο Ελιάς Χούρι και η Υβέτ Σαντόν, είναι αντανακλάσεις του διεθνικού στοιχείου της πόλης. Πολλά από τα επεισόδια αποτελούν ορόσημα της επίσημης Ιστορίας, όπερ σημαίνει ότι ακολουθούμε το νήμα των γεγονότων χωρίς παρέκκλιση. Οι δρόμοι, τα κτίρια και τα μαγαζιά είναι υπαρκτά με λιγοστές εξαιρέσεις. Η πραγματικότητα είναι πανταχού παρούσα.
Γράφετε κάτι καινούργιο μετά τον «Μινώταυρο»; Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας πλάνα;
Η αλήθεια είναι ότι συγγραφικά με βρίσκετε… μεσοπέλαγα. Ολοκληρώνω σε λίγο καιρό τη συνέχεια του μυθιστορήματος «Μέρες Αλεξάνδρειας» πιάνοντας ξανά το νήμα της ιστορίας από εκεί που το άφησα. Τι συνέβη μετά τον θάνατο του Κωστή Χάραμη και την εθνικοποίηση του εργοστασίου; Η μοναδική κληρονόμος, η Δάφνη Χάραμη, θα πρέπει να βρει απάντηση στη νασερική καταιγίδα. Το καλοκαίρι του 1961 κρίνονται όλοι και όλα. Δύο παράγραφοι από το πρώτο κεφάλαιο του νέου βιβλίου θα ενσωματωθούν στις «Μέρες Αλεξάνδρειας» εν είδει υστερόγραφου. Το καινούργιο μυθιστόρημα, με τίτλο «Πάντα η Αλεξάνδρεια», αναμένεται να κυκλοφορήσει στο τέλος της χρονιάς.
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες στην ΠΗΓΗ: ΜΑΝΟΣ ΛΕΙΒΑΔΑΡΟΣ https://www.iefimerida.gr/stories/syggrafeas-dimitris-stefanakis-alexandreia
Comments - Σχόλια