Δημοσίευμα

Παλεύεις ρε;

Από την παρουσίαση του βιβλίου «Λέγε με Καΐρα» στις 28 Ιουλίου 2016 στο Ηράκλειο Κρήτης, στο Opus Wine Bar. Την εκδήλωση συντόνισε η δημοσιογράφος Ειρήνη Παπαδάκη και για το βιβλίο μίλησε ο συγγραφέας Στέλιος Βισκαδουράκης.

  

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα!
Θα μιλήσω όσο πιο σύντομα και περιεκτικά μπορώ, μιας κι η βραδιά ανήκει στον ίδιο τον συγγραφέα. Για να το κάνω αυτό και προς διευκόλυνση αυτής της παρουσίασης, θα  σας πω καταρχήν δυο λόγια από την πλευρά του ανθρώπου που έζησε την ίδια εποχή που ο Στεφανάκης περιγράφει στο βιβλίο. Μετά θα μιλήσω ως απλός αναγνώστης, βλέποντάς το από τη ματιά όλων μας. Στο τέλος, θα μιλήσω σύντομα, ως συγγραφέας, με τη ματιά, αν μπορούμε να το πούμε και να το θέσουμε έτσι, του συνοδοιπόρου ή του συναγωνιστή.
Θα σας μιλήσω λοιπόν, για την εποχή της Καΐρας και των σημερινών πενηντάρηδων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το βιβλίο με την πολύ καλά στημένη ιστορία του, τα διδάγματα και την ποιότητά του, δεν είναι διαχρονικό και δεν αφορά όλες τις ηλικίες. Θα αναφερθώ λοιπόν σε μια κοντινή εποχή μα, με τη σημερινή εξέλιξη, ίσως τόσο μακρινή. Μια εποχή ματωμένων γονάτων, ασβεστωμένων τοίχων, βασιλικών σε τσίγγινη γλάστρα, μια εποχή υλικής ανέχειας και συναισθηματικού πλούτου, όπου ένα κομμάτι ξύλο μαζί με μία πρόκα καρφωμένη όπως-όπως, από σκληρή πέτρα του δρόμου, γινόταν σπαθί. Μια εποχή που περιγράφεται με εξαιρετικό τρόπο σ’ αυτό το βιβλίο, για τους καιρούς όπου αυτή η ανέχεια μαζί με τη φαντασία, εκ των πραγμάτων, ήταν αγκαλιασμένες. 
Πιστεύω, ότι εκείνη η γενιά ήταν η τελευταία, που τη φαντασία δεν την έπαιρνε στα χέρια της σε κονσέρβες πολυτελείας, όπως τα σημερινά παιδιά, αλλά τη σμίλευε η ίδια. Ότι όλοι οι άνθρωποι τότε, μαζί, και ο καθένας ξεχωριστά, από το ’70 και πριν, ήταν μεταξύ τους πιο κοντά. Διέθεταν απλόχερα και θαρραλέα το συναίσθημα και τη μικρή ή μεγάλη ιστορία τους σε όλους τους άλλους, φτιάχνοντας το κοινό παζλ μιας εποχής. 
Ήταν μια περίοδος αργών εσωτερικών ρυθμών, που εμπεριείχαν πιο δυνατά και σταθερά κοινωνικά στάτους αλλά και πολλές πιέσεις. Πιο πολλούς προσωπικούς και γενικότερους μύθους, που σε άφηναν να χτίσεις και να ερμηνεύσεις με τον δικό σου τρόπο, τον άσκημο ή τον όμορφο, τους ανθρώπους. Δηλαδή, σου δίναν τη δυνατότητα να τους καταρρίψεις ή να τους εξυψώσεις, και αυτό να το κάνεις εύκολα αφού η ίδια η κοινωνία το επικροτούσε, προς χάριν της μετρημένης στη μεζούρα, ισορροπίας της. Ήταν ένας κόσμος, που μέσα στην αθωότητα, την αγνότητα, τη γνησιότητα, τη μπέσα, τους αληθινούς και σταθερούς όρκους, ασχολούνταν κατά πολύ με τη ζωή του άλλου, και λιγότερο με τη δική του. Έτσι η ζωή του διπλανού, περισσότερο από σήμερα, ήταν υπό συνεχόμενη κριτική. Κάποιες φορές, πολύ άδικη και αρνητική και κάποιες άλλες, πολύ δίκαιη και θετική. Ήταν μια εποχή προ τηλεόρασης, όπου οι ζωές των ψυχών μοιάζαν περισσότερο μυθιστορηματικές. 
Ας πάμε όμως και στον ρόλο του αναγνώστη. Η ιστορία του βιβλίου «Λέγε με Καΐρα» του Δημήτρη Στεφανάκη, είναι απλή ή απλή φαίνεται. Είναι αληθινή ή ψεύτικη, αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Τα σίγουρα είναι δυο. Πρώτα ότι περιγράφεται μια εποχή, τα χαρακτηριστικά της και οι ψυχοσυνθέσεις των ηρώων της, με ακρίβεια και σεβασμό και δεύτερον ότι ο συγγραφέας είναι απόλυτος γνώστης, πιστός και συνεπής σε αυτά που γράφει.
Προσωπικά, μου θυμίζει τη δυσδιάστατη μαγική σκηνή ενός θεάτρου σκιών, όπου οι φιγούρες-πρωταγωνιστές της, μπαινοβγαίνουν συνεχώς στον τρισδιάστατο κόσμο του παρελθόντος. Ενδιάμεσα ετούτης της σκηνής, στο λευκό φωτισμένο σεντόνι, η παλιά γειτονιά, όπου οι ήρωες κινούνται στήνοντας τις ζωές τους. Κι ένα μικρό παιδί, που είναι ο συγγραφέας, τις ζει, τις παρατηρεί και τις περιγράφει.
Η ιστορία εξελίσσεται στην Αθήνα της Επταετίας και της κραταιάς Χούντας, σε μια γειτονιά με χωμάτινους δρόμους, σπίτια χαμηλά και πλατείες ανοιχτές, όπου τα παιδιά φωνάζουν, τρέχουν και τσαλαβουτούν το χειμώνα στις λάσπες και το καλοκαίρι στις σκόνες. 
Στην ταβέρνα του παππού «Ατρέμου» έχει αρχίσει η μοναδική σχέση διδασκαλίας, ζωής, σοφίας, ιστοριών και διδαγμάτων μεταξύ του παππού και του εγγονού του, δηλαδή, του σημερινού αφηγητή και συγγραφέα του βιβλίου. Μπροστά στην ταβέρνα ένας δρόμος που οδηγεί στον απέναντι λόφο και σε έναν περίεργο οικισμό, τη συνοικία του διαβόλου όπως όλοι τη λεν, τα θρυλικά Πουτανάδικα. 
Είναι ένας οικισμός ιερόδουλων, που γεννήθηκε και επιβίωσε με αρχηγό και κινητήρια δύναμη, μια γυναίκα, την Καΐρα. Η ιστορία αυτής της μυστήριας και σπουδαίας πόρνης, περιγράφεται μέσα από το μάτι του εγγονού, μέσω των υπόλοιπων ηρώων και από τα μακροβούτια της μνήμης του παππού Ατρέμου. Από την εποχή που γεννήθηκε ο οικισμός αυτός, προπολεμικά, έως τη Μεταπολίτευση, που κάποιο πρωί ένα τανκ του στρατού, της Δημοκρατίας πια, τον ισοπέδωσε και μαζί τους ισοπέδωσε μια ολόκληρη εποχή. Όσα δεν κατάφεραν οι Γερμανοί και η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η Χούντα το κατάφεραν ένας παπάς και μια καλυμμένη, δήθεν ηθική αντίληψη ενός μικρού συνόλου, με απροσδιόριστα θρησκευτικό-συναισθηματικά "πιστεύω". Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι γύρω κάτοικοι της περιοχής, ζούσαν τον μύθο της αλλά και από τον μύθο της περίφημης πόρνης και του οικισμού της.
Δεύτερο και σημαντικό σημείο αναφοράς του βιβλίου, είναι η ίδρυση στην κοινωνία της μικρής γειτονιάς, μιας αντιστασιακής ομάδας, καρικατούρας της Λαϊκής Αντίστασης, από μερικούς ονειροπαρμένους, αθώους και γραφικούς γείτονες, που όνειρό τους ήταν η ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών. Το όνομά της... «Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη» και αρχηγός της ο γνωστός Μπούλης, μια μορφή με γιαλαντζί και αφελή επαναστατικά χαρακτηριστικά, που στο όνομα της δόξας και μιας απροσδιόριστης και τρύπιας ιδεολογίας, μπορούσε να πει οτιδήποτε και να μην κάνει σχεδόν τίποτα.
Χώρος συνεύρεσης της αντιστασιακής ομάδας εναντίον του ποταπού καθεστώτος ήταν η ταβέρνα του παππού Ατρέμου, ο οποίος, με ανοχή κι ένα προσωπικό ρίσκο, άφηνε την ομάδα να συναντιέται εκεί. Οι γείτονες, σχετικοί με την ομάδα ή μη, καθημερινοί άνθρωποι, σχεδόν συνταρακτικοί, γλαφυροί και, άθελά τους, ανατόμοι μιας εποχής με κοινωνικά προβλήματα συντηρητισμού, αυταρχισμού, ανελευθερίας, επιδιωκόμενης ελευθερίας, επανάστασης και αντεπανάστασης, είναι σημαντικό μέρος αυτού του σκηνικού.
Επιθυμώ να επιμείνω, επειδή είναι πραγματικά απολαυστικές, σε κάποιες από τις μορφές του βιβλίου. Είναι αρκετές και ενδιαφέρουσες στη σύλληψη και την αλήθεια τους. Πρώτα απ’ όλα, όπως προείπα, ο εγγονός και αφηγητής αυτού του βιβλίου, ο σημερινός συγγραφέας, που βιώνει την πορεία της ανάπτυξής του μέσω των καταστάσεων και των προσώπων των γειτόνων, μα κυρίως, μέσω των Πουτανάδικων, των ιερόδουλων, της Καΐρας και, πίσω απ’ αυτήν, της ίδιας της γυναίκας και του μύθου της. Ενός μύθου που είναι απαραίτητος, μυστήριος, πειρασμικός και κατάλληλος για να αρπαχτεί, να αγκιστρωθεί μια παιδική ψυχή, να μάθει και να περπατήσει στους πρώτους επικίνδυνους δρόμους των σχέσεων και των συναισθημάτων με το άλλο φύλο. 
Μετά, η επική και αρχηγική μορφή του παππού Ατρέμου, δάσκαλου των ανθρώπινων συναισθημάτων για τον μικρό, που θυμίζει όλη την πρακτική σοφία και, κάποιες φορές, τον μαγικό ρεαλισμό της ζωής.
Μετά, η Καΐρα, με καταγωγή από τη Σμύρνη, η μαντάμ και ιδρύτρια των Πουτανάδικων, που το όνομά της, της το έδωσε ένας ερωτευμένος μαζί της, ποιητής. Η ανήθικη, για τους περισσότερους, γυναίκα, που μορφωμένη και πολύγλωσση, κρατά με επικό τρόπο, όχι μόνο τη συνοικία του διαβόλου αλλά, λίγο πολύ, και τις ψυχές των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών και τις διαχειρίζεται μέσω της φαντασίας των ίδιων και των κρυφών επιθυμιών τους. Μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ηθελημένα αποκομμένη από το ηθικό κοινωνικό σύνολο για να έχει την ησυχία της, αλλά δεν είναι αμέτοχη όταν αυτό τη χρειαστεί. Όπως όταν ο παππούς Ατρέμος, μέσα στη Γερμανική Κατοχή, χρειάστηκε τη βοήθειά της.
Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι αρκετά, όπως και οι καταστάσεις που περιγράφονται ιδιαίτερα γλαφυρά. Ο Μπούλης, ο Αντώναρος το παλικάρι, η γιαγιά Όλγα, ο γιγαντόσωμος Κένεντι, ο καραγκιοζοπαίχτης Χασές, ο θείος Χαρίλαος, η ζουμερή Λεμονού, ο χωροφύλακας Γκουρμάς, ο αντάρτης εραστής της Καΐρας καπετάν Ζήσιμος, η κυρία Λουκία και ο νεαρός φαντάρος εραστής της, ο κύριος Φανούρης με το θερινό σινεμά "Μύρισε καλοκαιράκι", ο Αντάμας και άλλοι, που περιγράφονται με λίγες αράδες μα, τόσο μεστά και κατατοπιστικά. Δεν θα αναφερθώ σε όλα τα πρόσωπα, όχι μόνο λόγω χρόνου, αλλά και γιατί είναι μεγάλης αξίας, ο αναγνώστης, διαβάζοντας το βιβλίο, να βρει μόνος του και να αναλύσει τα κοινά σημεία των ηρώων με τον εαυτό του και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Θέλω όμως να σταθώ ειδικά σε δύο μορφές, που προσωπικά συμπάθησα πολύ. Πρώτα τον πατέρα του μικρού αγοριού, που παρότι χωροφύλακας, σε μια εποχή που οι Αρχές ήταν παντοδύναμες από μία εξουσία ασύδοτη, εκείνος παραμένει ένας απλός, στετός και αγνός άνθρωπος. Στο βάθος του διαφωνεί με αυτήν την αυθαιρεσία που συμβαίνει κι όποτε το  κρίνει, κάνει ό,τι μπορεί, μέσω της ιδιότητάς του και με προσωπικό ρίσκο και κόστος, να προστατεύει την οικογένειά του, τους γνωστούς και τους φίλους, από τα νύχια της. Πίσω απ’ αυτόν τον χαρακτήρα, που αρέσκονταν σε αρχαία ρητά και που κανείς σχεδόν δεν καταλάβαινε, ίσως κρύβονταν μια Ελλάδα γνήσια, δημοκρατική κι ελεύθερη.
Δεύτερη σπουδαία μορφή, η μητέρα του παιδιού. Μια γυναίκα ευαίσθητη, που διαβάζει μελό ιστορίες και κλαίει, αλλά όπου πρέπει και αν πρέπει, είναι αυστηρή. Η επαφή του παιδιού με τη μητέρα του, έστω κι αν καλύπτεται από τα τυπικά μιας τέτοιας σχέσης, είναι ουσιαστική, βαθιά και τρυφερή. Έχουμε μια Ελληνίδα γυναίκα, που μέσα της κρύβει την ουσία της ζωής, της αρχαίας τραγωδίας και της αρχαίας κωμωδίας. Και τα τρία αυτά τα ισορροπεί εξίσου μαγικά.
Αυτά είχα να πω για το βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη "Λέγε με Καΐρα" και θα μπορούσα να μην αναφέρω τίποτε άλλο. Νομίζω, ωστόσο, ότι οφείλω να πω και δύο λόγια ως συγγραφέας. Έχω την αίσθηση ότι το βιβλίο αυτό είναι ένας φόρος τιμής για τη γενιά μας κι ένα χρήσιμο κι ευαίσθητο δώρο, γραμμένο εξαιρετικά, για τις γενιές που δεν έζησαν αυτήν την εποχή.
Μετά, έχω μια αίσθηση μελαγχολίας κι ενός μηνύματος από τον Δημήτρη Στεφανάκη μα, ίσως είμαι πολύ ρομαντικός, ίσως κάνω λάθος και τα παραλέω. Τελικά και μετά που διάβασα το βιβλίο, μου φάνηκε ότι ο Μπούλης και η αντιστασιακή οργάνωση του δεν ήταν παρά η παρωδία και μια φυσική εξέλιξη της σημερινής κατάστασης και των σημερινών πολιτικών αρχών. Όσο  για τα θρυλικά "Πουτανάδικα", ότι δεν ήταν κυριολεκτικά ένας οικισμός πορνείας και αμαρτίας, μα το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, το ίδιο και η ηγέτιδά του, η Σμυρνιά Καΐρα. Τα "Πουτανάδικα", δεν κατάφεραν να τα κλείσουν οι Γερμανοί και η Κατοχή, ούτε ο Εμφύλιος, ούτε η Χούντα. Τα έκλεισε μια άλλη, καινούργια εποχή, καινούργια πόρνη, πιο προχωρημένη απ' αυτά. Δεν άντεξαν την αλλαγή των καιρών, την ηθική ρευστότητα, τις καινούργιες ψεύτικες αρχές και αξίες, που ήταν κρυμμένες πίσω από τις τόσο προδομένες και παραλλαγμένες από τα πολιτικά συστήματα λέξεις, "Δημοκρατία, Ελευθερία, Ανθρωπιά, Αλήθεια". 
Έχω την εντύπωση ότι ο Στεφανάκης θέλει να μας πει πως τα "Πουτανάδικα" και μια εποχή, έκλεισαν όπως η ψυχή μας. Γιατί τα "Πουτανάδικα" ήταν η ψυχή μας.
Τελειώνοντας, θέλω να απευθυνθώ στον ίδιο τον συγγραφέα με μια ερώτηση, που τη λέγαμε συχνά, μεταξύ μας τα παιδιά εκείνου του καιρού. Μια φράση που ίσως σήμερα φανεί περίεργη, μα ήταν τόσο αναγκαία τότε για να δούμε και να βρούμε ως παιδιά, ως αγόρια, τα όριά μας και να ανακαλύψουμε ποιοι είμαστε. Μια φράση ενστίκτου, μα και μιας ψυχής που ήθελε να περπατήσει σε δρόμους άγνωστους, επικίνδυνους αλλά καινούργιους. 
Να τους ανακαλύψει μέσω των ορίων και της δύναμης του άλλου παιδιού. Να δώσει μια μάχη όπου η νίκη και η ήττα δεν είχαν καμιά σημασία, μόνο η δοκιμασμένη συντροφικότητα, το αγκάλιασμα και η ανακάλυψη του ίδιου του εαυτού μας μέσω της δύναμης μας και της σωματικής δύναμης του άλλου. Σου απευθύνω λοιπόν εδώ απόψε, όχι εγώ, μα ο δεκάχρονος Στέλιος προς τον δεκάχρονο Δημήτρη, μια ερώτηση της εποχής μας, μήπως βρούμε κι άλλο ένα μονοπάτι στον κόσμο που περπατάμε. 
"Παλεύεις;"
Σας ευχαριστώ.
Στέλιος Βισκαδουράκης

Ο Δημήτρης Στεφάνακης στην Κρήτη, σε μια συνάντηση για το βιβλίο "Λέγε με Καΐρα", με τον Στέλιο Βισκαδουράκη και την Ρένα Παπαδάκη 28/07/2016Ο Δημήτρης Στεφάνακης στην Κρήτη, σε μια συνάντηση για το βιβλίο "Λέγε με Καΐρα", με τον Στέλιο Βισκαδουράκη και την Ρένα Παπαδάκη 28/07/2016

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...