Δημοσίευμα

«ΛΕΓΕ ΜΕ ΚΑΙΡΑ»: ΣΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ.

Κριτική για το «Λέγε με Καΐρα» στο thinkfree.gr / Γράφει η Τζένη Μανάκη

«Παράξενο πώς η ζωή όσο τη ζεις μοιάζει μεγάλη και όσο την αναπολείς μαζεύεται σαν ολιγόλεπτη ταινία που χωρά σ΄ ένα μικρό καρούλι»
Δ.Σ.
Τοπίο αγνώριστο πια η παιδική μου ηλικία με τη φημισμένη ταβέρνα του Ατρέμου και τα θρυλικά Πουτανάδικα να δεσπόζουν πάνω απ’ την παλιά γειτονιά με τα διάσπαρτα σπίτια και τους χωματόδρομους. Ο χρόνος τα πήρε όλα μαζί του κι άφησε μόνο αναμνήσεις: Το μυστήριο της Καΐρας, την ανεκδιήγητη οργάνωση του Μπούλη που θα ανέτρεπε τη Χούντα, τη μορφή του παππού, μυθική, τρυφερή, οικεία. Τόσα χρόνια στρίβω τη γωνία και νομίζω κάθε φορά πως θα ξαναδώ την αλάνα όπου παίζαμε παιδιά κι όχι τις πολυκατοικίες, στα θεμέλια των οποίων αναπαύεται η δόξα των ποδοσφαιρικών αγώνων της Πάνω και Κάτω Γειτονιάς…

Οι μικρές ανθρώπινες ιστορίες παράλληλα αλλά και έξω από την Ιστορία, μέσα από τον μεγεθυντικό φακό της πραγματικότητας αλλά και της φαντασίας ενός μικρού παιδιού είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Στεφανάκης ξετυλίγει τον μύθο του στο απολαυστικό βιβλίο του «Λέγε με Καΐρα».

Διαβάζοντάς το, ακόμη κι αθέλητα σε διαπερνούν κύματα νοσταλγίας για την αθωότητα μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί, περνώντας  στη συνέχεια για άλλους «εξ απαλών ονύχων», όπως θα έλεγε και ένας από τούς ήρωές του, και για άλλους δραματικά μέσα και από την περίοδο της  δικτατορίας.

«Συνήθιζα να κάθομαι στην άκρη του πευκώνα  και να βουτάω με τα μάτια μου στη μικρή απεραντοσύνη του, που έκρυβε τον ήλιο τα μεσημέρια, την ώρα που μου άρεσε, καιρού επιτρέποντος, να ξαπλώνω στο παχύ στρώμα από τις βελόνες και να παίρνω έναν υπνάκο»
Δ.Σ.

Με φόντο μια απομακρυσμένη  φτωχογειτονιά της Αθήνας και σύνορο την ταβέρνα του παππού – Ατρέμου να την διαχωρίζει από τα Πουτανάδικα, ο συγγραφέας κινεί τους πολυπληθείς αθώους, αφελείς και ανυποψίαστους στο πλείστο, ήρωές του, που καθένας κατά την παλαιότερη συνήθεια του λαού μας έχει κι ένα προσωνύμιο.

«Στα χρόνια της χούντας η «Συνοικία του Διαβόλου», τα θρυλικά Πουτανάδικα, γνώριζε ακόμα δόξες και αυτό το καταλάβαινε κανείς από την ουρά των αυτοκινήτων που σχηματιζόταν τις νυχτερινές ώρες στον δρόμο που οδηγούσε προς τα εκεί. Ο συνοικισμός αυτός απλωνόταν αμφιθεατρικά πάνω στο βουνό και τα μικρά γραφικά σπιτάκια του – χτισμένα από την καλύτερη πέτρα- ήταν παραταγμένα σε έξι εφτά σειρές, όπου μεσολαβούσαν λιθόστρωτα σοκάκια»
Δ.Σ.

Ο μύθος, που διατρέχει την δεκαετία του ’60 και του ’70 με  αναφορές και στην μεταπολίτευση, γραμμένος στην γνωστή προσωπική, άπταιστη γλώσσα του συγγραφέα, μέσα στο πλαίσιο του μαγικού ρεαλισμού αυτή τη φορά στο πλείστο του κειμένου, γίνεται αφορμή να εγκιβωτισθεί  ο φιλοσοφικός στοχασμός του Στεφανάκη γι’ αυτά που συνετέλεσαν στην μετεξέλιξη της Ιστορίας του τόπου μας και που άλλαξαν τις συνειδήσεις των ανθρώπων εκτός από το γεωγραφικό τοπίο.

«Το μοντέλο των νέων ηγετών μπορούσε, με μεφιστοφελική πανουργία, να καταστρέφει πίσω από ένα χαμόγελο συγκατάβασης και φιλελευθερίας πολύ πιο συστηματικά και αποτελεσματικά αυτό τον άμοιρο κόσμο»
Δ.Σ.

Με χιούμορ διανθισμένο με ειρωνεία που αδυνατεί να κρύψει τον συναισθηματισμό της, παρατάσσει τούς ήρωές του και τους κινεί μεθοδικά γύρω από την ζωή του μικρού αφηγητή, επηρεασμένου από τις πομπώδεις ρήσεις ενός φιλομαθούς πατέρα, μιας τρυφερής μάνας και κυρίως ενός παππού – φίλου.

Με λεπτότητα που παραιτείται από το να κρύψει την εναγώνια απορία και το πάθος των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων του αφηγητή, βάζει τον αναγνώστη μέσα στο μυαλό ενός μικρού αγοριού που αδυνατεί να τιθασεύσει τις πρόωρες ορμόνες του.

Σατυρίζει τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και την κοινωνική υποκρισία καθώς αναφέρεται πολλές φορές μέσα από την αφήγηση του ήρωά του, τρυφερά αλλά και αθωωτικά στην ηγέτιδα της «συνοικίας του διαβόλου» την Καΐρα, που ο μικρός δεν συνάντησε ποτέ. Με ειλικρινείς προθέσεις την δικαιώνει μέσα από την προσφορά της που έσωσε την μητέρα του μικρού ήρωα από ασιτία στην διάρκεια της Κατοχής, από τον αγώνα της υπέρ των αντιστασιακών αλλά και ως τιμωρό αυτών που έβλαψαν το παιδί της ή αυτό που όλοι θεώρησαν παιδί της.

Αφηγείται με σκωπτική διάθεση τον βίο και πολιτεία των ανέπαφων «ψευτοπαληκαράδων» που είχαν αυτοχρησθεί «αντιστασιακοί» και επικρίνει στη συνέχεια όσους εκμεταλλεύτηκαν την μυθολογία της επί της ουσίας ανύπαρκτης δράσης τους. Αλλά και κάποιοι αθώοι μετανοούν που δεν φρόντισαν να επωφεληθούν από τις αλλαγές των καταστάσεων, σαν να λαχταρούν την απώλεια της αθωότητας. Έτσι, γιατί «τα βίτσια της μόδας περνιούνται για αρετές», που λέει και ο Μολιέρος.

«Μπαίναμε λοιπόν κι εμείς σε μια εποχή που έμοιαζε με τεράστια χωματερή ιδεών, χαρακτήρων, παραδόσεων, αξιών, στην εποχή της σύγχυσης, της αφόρητης επιείκειας και της συγκαλυμμένης σκληρότητας»
Δ.Σ.

Ένα βιβλίο που έχει Ψυχή, ήχους, μυρωδιές και γεύσεις μιας εποχής αθωότητας που όλοι νοσταλγούμε, γι’ αυτό κι αισθάνθηκα την ανάγκη να μοιραστώ τον κώδικα της προσωπικής μου ανάγνωσης.

«Βηματίζω πάνω στη βασιλική οδό της ζωής μου και σκέφτομαι πως άλλα βιώματα, άλλες εντυπώσεις, άλλα συναισθήματα και γεγονότα συνθέτουν το οδοιπορικό της ύπαρξής μου. Τι κρίμα που ο άνθρωπος δίνει τόση σημασία στις ανάγκες και τα σχέδιά του! Διατρέχουμε πάντα ό,τι ζήσαμε με τεράστιες δρασκελιές της μνήμης, που ενώνουν μεγάλες στιγμές για τον καθέναν από μας, στιγμές που συνήθως απέχουν πολύ χρονικά και φαντάζουν σαν φωτεινές κουκκίδες σε μια διαδρομή η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από μικρά σκοτεινά διαστήματα. Σε αυτές τις μαύρες τρύπες που η μνήμη υπακούοντας στη μερολητπική λογική δε φωτίζει επαρκώς, πιθανόν να βρίσκεται η ψίχα της ζωής μας»
Δ.Σ.

ΠΗΓΗ: http://www.thinkfree.gr/stefanakis-psichogios-manaki-kaira/

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...