Δημοσίευμα

Η Λίνα Πανταλέων γράφει στο literature.gr για το "Χορό των Ψευδαισθήσεων"

"Τα χιλιάδες βήματα μπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά; Αν τα ενώναμε όλα αυτά θα ήταν σαν να πηγαίναμε ένα μακρινό ταξίδι με τα πόδια»
 Μια μικρή φοιτητική συντροφιά λικνίζει την πρώτη της νιότη σε ρυθμούς λάτιν, συνεπαρμένη από τις επιθυμίες που ανασάλευαν μαζί με τα χορογραφημένα βήματά της. Πρωθιέρεια των χορευτικών συναθροίσεων η αγέλαστη Έλια, στο πρόσωπο της οποίας σοβούσε ένας θρήνος. Αυτή είναι η ηγερία του αφηγητή, ο οποίος ανατρέχει στην εποχή της αφέλειας, που υπέθαλπε τις ψευδαισθήσεις τους, για να συναντηθεί με τις μορφές των αλλοτινών φίλων, αχάρακτες ακόμη από κεντροφόρα πάθη. Μέσα από δύσκολες, για τη μνήμη όσο και για την καρδιά, αναδρομές αναβιώνει τη δεκαετία του ’90, όπου όλοι τους αστραφτοκοπούσαν από την υποσχόμενη δυναμική τους και τη στίλβουσα αυταρέσκειά τους. Τους ξανασυναντά στο πατρικό του Αλεκίνου, του φιλόδοξου, φιλοχρήματου και φιλήδονου αρχηγού της παρέας, για να χορέψει ξανά μαζί τους στο καθιστικό, όπου αντηχούσαν οι παλιοί δίσκοι της μητέρας του. Αυτή τη φορά, όμως, ακούει καθαρά τον δυσοίωνο χτύπο του ρολογιού στον τοίχο, που, όπως του είχε πει η Έλια ήδη από τότε, «σήμαινε μακάβρια κάθε χαμένη στιγμή από τη ζωή των ενοίκων». Τώρα ο αφηγητής μπορεί να δει και εκείνος «τον θάνατο να κόβει βόλτες μες στο αχανές αυτό διαμέρισμα», καθώς γράφει στη ζοφερή σκιά της πτώσης του Αλεκίνου από τον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Η αυτοχειρία του υποχρεώνει τον ίδιο, αλλά και την Έλια και τον Σέργιο, να αντικριστούν με το νεανικό, εκτυφλωτικό παρελθόν τους για να αναζητήσουν εκεί τις σπίθες, που απειλούσαν τις σημερινές, κατακεκαυμένες προσδοκίες τους. Έχοντας νωπό στο μυαλό του το μνήμα του Αλεκίνου, ο αφηγητής επιχειρεί να συγκεράσει την «ασυνάρτητη νιότη» τους «με τον στομφώδη επιτάφιό του». 
Ο Δημήτρης Στεφανάκης εξεικονίζει ένα μωσαϊκό απογοητεύσεων, ματαιώσεων και αλγεινών διαπιστώσεων, που απλώνεται μέσα στον χρόνο, παγιδεύοντας στις συνάψεις του τις ατομικές πορείες των κεντρικών προσώπων. Στην αφήγηση διαχέεται το αίσθημα του ανεκπλήρωτου, η στυφή επίγευση της διάψευσης. Έχει σημασία πως οι ιδιωτικές δυστυχίες των ηρώων δείχνουν σαν απόρροια ενός συλλογικού εγκλήματος, αυτουργός του οποίου ήταν ο Αλεκίνος. Η πληθωρική του φιγούρα, επιδέξια σκιαγραφημένη και εξαρχής στιγματισμένη από το ευρηματικό υποκοριστικό, που ηχητικά παραπέμπει σε αρλεκίνο, γίνεται κάποια στιγμή σημείο αναφοράς για όλους τους παλιούς φίλους. Ο αφηγητής αναρωτιέται μήπως η κίβδηλη σπουδαιότητά του είχε όντως κάποια αξία, καθώς ο Αλεκίνος υπήρξε ο παραμυθάς, που όλοι, λίγο πολύ, είχαν ανάγκη προκειμένου να πιστέψουν στις δικές του ο καθένας ονειροφαντασίες. Ο Αλεκίνος με τους θεατρινισμούς της ατιθάσευτης εγωπάθειάς του τους είχε εθίσει στο ψέμα και την προσποίηση, δωρίζοντάς τους παραισθησιογόνα ψήγματα της παντοδυναμίας του. Όπως σημειώνει ο αφηγητής, «κανείς δεν αρκέστηκε ποτέ στη δική του ύπαρξη. Τη μισή ζωή του ο άνθρωπος τη ζει στη φαντασία του, και υπ’ αυτή την έννοια όλοι μας έχουμε ανάγκη από έναν Αλεκίνο». 
Η πτώση του Αλεκίνου ήταν ο βίαιος επίλογος ενός μεγαλόπνοου σχεδίου, βασισμένου στις μετοχές μιας κατασκευαστικής εταιρείας, που είχε αποφέρει τεράστια κέρδη στον ίδιο και τον Σέργιο, τον δικηγόρο του, και είχε υφαρπάξει άλλα τόσα από ευκολόπιστους επενδυτές. Το γλέντι δεκαετιών σίγησε μες στον κατακόρυφο ίλιγγο της βουτιάς του, που στάθηκε και η συντέλεια της συντροφιάς. Ο θάνατός του αναμόχλευσε λανθάνουσες έχθρες και αντιπάθειες, αλλά και ανύποπτα μυστικά, που διασάλευσαν τις ισορροπίες μεταξύ των εναπομεινάντων φίλων. Η πιο ευθεία σύγκρουση επήλθε ανάμεσα στον Σέργιο και τον αφηγητή. Ο τελευταίος αντιμετωπίζει με περιφρόνηση την κτηνώδη του ικανότητα να επιβιώνει, διακρίνοντας σε αυτό το ανενδοίαστο ταλέντο τα πιο χυδαία ένστικτα. «Αυτό το αγύριστο κεφάλι του βλάχου, με όλη τη χοντροκοπιά που το χαρακτήριζε, κατέφευγε, όταν χρειαζόταν, σε πολύ λεπτούς υπολογισμούς, προκειμένου να προστατευτεί από τις κακοτοπιές». Από το άλλο μέρος, ο αφηγητής αναγνωρίζει πως η αποστροφή που του προκαλούσε «αυτός ο χοντροκομμένος επαρχιώτης», του επέτρεπε να διατηρεί ένα αίσθημα ανωτερότητας, που του ήταν απαραίτητο για να αντισταθμίζει την υπόνοια της μετριότητάς του. Εξίσου ιδιοτελώς εκλαμβάνει την αυτοκτονία του Αλεκίνου, μια απαραγνώριστη παραδοχή ήττας, που τον αγαλλίαζε με την παρηγοριά ενός ατομικού, αξιολύπητου θριάμβου. «Όσο ανήθικο κι αν ακούγεται, η πτώση του σήμαινε έναν αναπάντεχο θρίαμβο για μένα, μια νίκη που ικανοποιούσε όσο τίποτε άλλο τη μνησικακία μου, δικαιολογημένη ή όχι». Φυλακισμένος εθελουσίως «στην κλούβα των Εξαρχείων», απλώνοντας τα χαρτιά και τα βιβλία της δουλειάς του σε εναλλασσόμενα εξαρχειώτικα στέκια, ο αφηγητής μαζί με τους υπό έκδοση τίτλους, που διορθώνει και επιμελείται, αναλαμβάνει την επιμέλεια της αφήγησης της νεότητάς του, προσπαθώντας να αποσπάσει από τη δικαιωματική αθωότητα της ηλικίας το μερίδιό της στην ενοχή. Όταν, για παράδειγμα, το βλέμμα του δραπετεύει από τις σελίδες της κάθε ημέρας, δεν μπορεί να μην σταθεί σε κάτι άλλες σελίδες, που πριν από χρόνια είχε επιμεληθεί για λογαριασμό του Αλεκίνου και των κάθε λογής προστατευόμενών του πολιτικών. Οι λόγοι, που εκείνοι είχαν εκφωνήσει, λόγοι οικτρά αθετημένοι από τις κατοπινές πράξεις τους, έφεραν και τη δική του άγραφη υπογραφή. Οι δολερές αυτές λέξεις δεν μπορούσαν να παραγραφούν από το κείμενο, που αναλογούσε στη ζωή του. Και η περιφρόνησή του για τον Σέργιο υπέκρυπτε την απέχθειά του για το δικό του χέρι, που, έστω φευγαλέα, είχε κρατηθεί από «το γαϊτανάκι του αγροίκου πλουτισμού». 
Ψηλαφώντας τις αβαρίες από τη «μικρή κοσμογονία» της ενηλικίωσης, ο αφηγητής αποτιμά παράλληλα τα ετερόμορφα κληροδοτήματα του Αλεκίνου στον καθένα από την παρέα. Γύρω από εκείνον, έναν ενισχυτή των φαντασιώσεων και των ψευδαισθήσεών τους, έμοιαζαν όλοι τους με νεανικό, ερασιτεχνικό θίασο, που διαρκώς προβάριζε την ημιτελή του παράσταση. Αν η μορφή του Αλεκίνου παλινδρομεί στη θύμηση του αφηγητή μεταξύ ιδιωτικού και συλλογικού, η Έλια προβάλλει ενθυλακωμένη στη μικροσκοπική, σχεδόν αθέατη, σφαίρα τού πολύ προσωπικού, του μύχιου. Η αυτοκτονία του Αλεκίνου συμπίπτει αφηγηματικά με την επιστροφή της Έλιας μετά από μακρόχρονη απουσία στο εξωτερικό. Στο θρηνητικό της πρόσωπο αποτυπωνόταν η φθορά της παλιάς αφοσίωσής της στον χορό, αλλά συνάμα διέλαμπε μια άλλη επιθυμία, ακόμα πιο σωματική. Η ερωτική εκκρεμότητα μεταξύ εκείνης και του αφηγητή μεγεθύνεται στη σκέψη του τελευταίου σε ερωτική συνωμοσία από μέρους της. Φοβισμένος όπως ήταν από το ενδεχόμενο εκπλήρωσης του πόθου του, έβλεπε με καχυποψία τα πλησιάσματα και τις υπαναχωρήσεις της Έλιας. Ως παρτενέρ της δίσταζε να αποκρυπτογραφήσει το κάλεσμα, που υπέβοσκε στις αισθησιακές της χορογραφίες. Ως εραστής της δεν ήξερε να μετατρέπει τη διεκδίκηση σε δέσμευση. Τα αγκαλιάσματά τους έσπαγαν προτού τους κλείσουν «σ’ ένα αναπόδραστο σύμπλεγμα». Η Έλια εκβίαζε από το σώμα της, τόσο στον χορό όσο και στον έρωτα, «μια περιττή τελειότητα», που «προκαλούσε τη λογική και το πάθος» του εραστή της. «Ήθελα να πιστεύω πως έβρισκε κάποια παρηγοριά στα βήματα του αργεντίνικου τάνγκο που δοκιμάζαμε μαζί σαν σε πρόβα έρωτα. Ωστόσο, δεν της αρκούσε». 
Ο Δημήτρης Στεφανάκης περιγράφοντας αισθαντικά τις έλξεις και τις απωθήσεις δύο σωμάτων, που χορεύουν προκαλώντας το ένα το άλλο, αποδίδει τη συναισθηματική ένταση του ανευόδωτου πόθου, τις διαρκείς αναφλέξεις της απαντοχής και τις τεφρές απογοητεύσεις. Όπως ένα ζευγάρι, που αντιμετριέται στο αργεντίνικο τάνγκο με υπαινικτικές προκλήσεις των άνω και κάτω άκρων, καταλήγει εγκλωβισμένο «σ’ ένα αναπόδραστο σύμπλεγμα», η Έλια και ο αφηγητής πολιορκούν ο ένας τον άλλο στον μαυλιστικό ρυθμό ενός ερωτικού δράματος, που ποτέ δεν φτάνει στην κορύφωσή του. Οι αιφνίδιες αποστάσεις μεταξύ τους ακυρώνουν τις υποσχέσεις των αγγιγμάτων, μέχρι την επόμενη, τυχαία ή προμελετημένη, επαφή, που θα κάνει τις ελπίδες της σάρκας να ανασκιρτήσουν. Ωστόσο, ο Στεφανάκης παρατηρεί με την ίδια προσοχή τα βήματα των ηρώων του, που παρεκκλίνουν από τις χορογραφίες και τις ενορχηστρωμένες συναντήσεις. Παραμονεύει τους διασκελισμούς τους, τα στραβοπατήματά τους, τα τρεκλίσματα, τα γλιστρήματα, τις καρκινοβασίες, τις παλινωδίες, τα άλματα και τις διολισθήσεις, τις εισορμήσεις και τις αποσκιρτήσεις, το σημειωτόν και το τροχάδην, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως κανείς τους δεν κατάφερε εντέλει να σταθεί στη σκηνή, όπου φαντασιωνόταν πως θα αποθεωνόταν για τον ρόλο της ζωής του. Στην εκπνοή της νεότητάς τους, αδειασμένοι από ματαιοδοξίες και αυταπάτες, καλούνται να συνεχίσουν προχωρώντας σε δρόμους ολοένα πιο δυσδιάβατους, δίχως να τους λαγγεύουν πια οι αλλοτινές μελωδίες, που μετουσίωναν τις φιγούρες των ανίδεων σωμάτων τους σε άφταστα όνειρα.
Πηγή: http://www.literature.gr/xestratismena-vimata-prodomena-angigmata-tis-linas-pantaleon/
Read more at: http://www.literature.gr/

Αναρτήθηκε από: Dimitris Stefanakis

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δώδεκα μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει... Διαβάστε περισσότερα...

Comments - Σχόλια

Share this Post:

Συνεχίστε την ανάγνωση...